ψίω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=déchirer.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ψάω]].
|btext=[[déchirer]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ψάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψίζω]] ΜΑ<br />[[τρέφω]], [[ταΐζω]] («ψίσαι<br />ψωμίσαι», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μασώ]] («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτύνω]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ωρίωνα) «ψίω<br />[[ποτίζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό -<i></i> ([[πρβλ]]. [[πρίω]], [[χνίω]], [[χρίω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. <b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)].
|mltxt=και [[ψίζω]] ΜΑ<br />[[τρέφω]], [[ταΐζω]] («ψίσαι<br />ψωμίσαι», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μασώ]] («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτύνω]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ωρίωνα) «ψίω<br />[[ποτίζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό -<i></i> ([[πρβλ]]. [[πρίω]], [[χνίω]], [[χρίω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. <b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίω Medium diacritics: ψίω Low diacritics: ψίω Capitals: ΨΙΩ
Transliteration A: psíō Transliteration B: psiō Transliteration C: psio Beta Code: yi/w

English (LSJ)

v. ψίζω.

German (Pape)

[Seite 1401] seltnere Nebenform von ψάω, ψέω, ψήχω, zerreiben; bes. zermalmen, dah. auch zerkauen, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc. 639; ἐψισμένος Antp. Th. 53 (IX, 302); ἐψίσθη erkl. Hesych. ἀπέθανεν. – Aber λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι Euphor. Ir. 51 ist = tränken, wie Orion ψίω durch ποτίζω erkl.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: cf. ψάω.

Russian (Dvoretsky)

ψίω: (ῑ) крошить, med. жевать, разжевывать: ἐξ μελισσῶν ἐψισμένος Anth. накормленный (по по друг. - искусанный) пчелами.

Greek (Liddell-Scott)

ψίω: ἴδε ἐν λ. ψίζω.

Greek Monolingual

και ψίζω ΜΑ
τρέφω, ταΐζω («ψίσαι
ψωμίσαι», Φώτ.)
αρχ.
1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.)
2. λεπτύνω
3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω
ποτίζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό - (πρβλ. πρίω, χνίω, χρίω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ρ. ψήω / ψῆν (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. βλ. λ. ψήω)].

Frisk Etymology German

ψίω: {psíō}
Forms: Aor. ψῖσαι, Fut. ψίσομαι, ἐπιψιεῖ, Pf. Pass. ἔψισμαι
Meaning: mit Bröckchen, Milch, füttern, päppeln, ψωμίζω, ποτίζω, auch (Fut. Med.) zerkauen (Lyk., Euph., AP, Phot., Eust. u.a.),
Composita: auch m. κατα-, ἀπο-, ἐπι- (EM, H.), ἐ<μ>ψίουσα = τροφὰς διδοῦσα χόνδρου (A. Fr. 51 = 427 M.), = ἐρέγματαδιδοῦσαH.
Derivative: Daneben ψίξ, Gen. ψιχός, Nom. pl. ψῖχες (-αι H.) m. f. Bröckchen (Plu., Aret., Alex. Aphr.), Ψιχάρπαξ Brosamenräuber (Batr.), mit -ία n. pl. Brosamen (NT), -ίδια (H., EM), -ιώδεις ψωμοί (Eust.).
Etymology: Bildung wie πρίω, χρίω, χνίω u.a.; ψιχ- wie ψήχ-ω, ψώχ-ω. Zu ψῆν (s.d.).
Page 2,1139

Mantoulidis Etymological

(=τρίβω, σκίζω, μασῶ). Παρασχηματισμός τοῦ ψάω ψήω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ρῆμα ψίζω (=τρέφω).