φορύνω: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foryno | |Transliteration C=foryno | ||
|Beta Code=foru/nw | |Beta Code=foru/nw | ||
|Definition=[ῡ], [[defile]], [[spoil]], only impf. Pass., σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο | |Definition=[ῡ], [[defile]], [[spoil]], only impf. Pass., σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od.22.21; λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Q.S.2.356, cf. 3.604. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. Pass. impf.</i> ἐφορυνόμην;<br />mêler, faire un mélange.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φύρω]]. | |btext=<i>seul. Pass. impf.</i> ἐφορυνόμην;<br />[[mêler]], [[faire un mélange]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[φύρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φορύνω:''' (ῡ) Hom. = [[φορύσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>φορύνομαι</i><br />λερώνομαι, κηλιδώνομαι ( | |mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>φορύνομαι</i><br />λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φορύνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῠνjω</i>] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φορῠ</i>- με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[βαρύς]]: [[βαρύνω]]). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται τόσο το ρ. [[φορύσσω]] όσο και ο τ. [[φορυτός]]. Πρόκειται για ονοματ. θ. άγνωστης ετυμολ., με φωνηεντισμό όμοιο με τον φωνηεντισμό τών τ. [[γόνυ]] και [[δόρυ]]. Μη ικανοποιητικές θεωρούνται οι απόψεις ότι ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της μορφής <i>bher</i>-<i>w</i>- της ρίζας του τ. [[φρέαρ]] ή ότι έχει σχηματιστεί με [[ανομοίωση]] από θ. <i>φυρυ</i>- του [[φύρω]], που ανάγεται [[επίσης]] στην [[ίδια]] [[ρίζα]], ενώ η [[σύνδεση]] του με τα ρ. [[φέρω]] και <i>φορῶ</i> προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φορύνω:''' [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι [[χαλασμένος]], μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''φορύνω:''' [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι [[χαλασμένος]], μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φορύ¯νω, only in imperf. [[pass]].]<br />to be spoiled, [[defiled]], Od. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=φορύ¯νω, only in imperf. [[pass]].]<br />to be spoiled, [[defiled]], Od. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῡ], defile, spoil, only impf. Pass., σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od.22.21; λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Q.S.2.356, cf. 3.604.
German (Pape)
[Seite 1301] = φύρω, eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604.
French (Bailly abrégé)
seul. Pass. impf. ἐφορυνόμην;
mêler, faire un mélange.
Étymologie: cf. φύρω.
Russian (Dvoretsky)
φορύνω: (ῡ) Hom. = φορύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
φορύνω: [ῠ], ὡς τὸ μολύνω, μολύνω, κηλιδῶ, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. παρατ., σῖτός τε κρέα τ’ ὀπτὰ φορύνετο, «τουτέστιν ἐμολύνετο ἢ αἵματι ἢ ἄλλως κυλιόμενα εἰς τὴν γῆν» (Σχολ.), Ὀδ. Χ. 21· λύθρῳ ἐφορύνετο γαῖα Κόϊντ. Σμ. 2. 356, πρβλ. 3. 604. Πρβλ. φορύσσω.
English (Autenrieth)
(φύρω): only pass. ipf. φορύνετο, was defiled, Od. 22.21†.
Greek Monolingual
Α
παθ. φορύνομαι
λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύνω (< φορῠνjω] έχει σχηματιστεί από θ. φορῠ- με έρρινο ένθημα -ν- και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. βαρύς: βαρύνω). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται τόσο το ρ. φορύσσω όσο και ο τ. φορυτός. Πρόκειται για ονοματ. θ. άγνωστης ετυμολ., με φωνηεντισμό όμοιο με τον φωνηεντισμό τών τ. γόνυ και δόρυ. Μη ικανοποιητικές θεωρούνται οι απόψεις ότι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μορφής bher-w- της ρίζας του τ. φρέαρ ή ότι έχει σχηματιστεί με ανομοίωση από θ. φυρυ- του φύρω, που ανάγεται επίσης στην ίδια ρίζα, ενώ η σύνδεση του με τα ρ. φέρω και φορῶ προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Greek Monotonic
φορύνω: [ῡ], μόνο σε Παθ. παρατ., είμαι χαλασμένος, μολυσμένος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
φορύ¯νω, only in imperf. pass.]
to be spoiled, defiled, Od. [deriv. uncertain]