δηλητήριος: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dilitirios
|Transliteration C=dilitirios
|Beta Code=dhlhth/rios
|Beta Code=dhlhth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[noxious]], φάρμακα <span class="title">SIG</span> 37(Teos, v B. C.), cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.13.10</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>3.7</span>, <span class="bibl">Hdn.3.5.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[δηλητήριον]] (sc. [[φάρμακον]]), τό, [[poison]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>19</span> (<span class="title">Hermes</span> 53.69), Plu. 2.662c, <span class="bibl">Hdn.1.17.10</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>64.33</span>; τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.8</span>.</span>
|Definition=δηλητήριον,<br><span class="bld">A</span> [[noxious]], φάρμακα ''SIG'' 37(Teos, v B. C.), cf. J.''BJ''1.13.10, Gal.''Nat.Fac.''3.7, Hdn.3.5.5.<br><span class="bld">2</span> [[δηλητήριον]] (''[[sc.]]'' [[φάρμακον]]), τό, [[poison]], Hp.''Ep.''19 (''Hermes'' 53.69), Plu. 2.662c, Hdn.1.17.10, Lib.''Or.''64.33; τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. Porph.''Abst.''3.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -α, -ον Gal.11.763, 12.899, en Aët.8.45, Aët.3.162; plu. dat. -ίοισι Aret.<i>SA</i> 1.7.3, 2.10.3]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[nocivo]], [[deletéreo]], [[venenoso]] φάρμακον <i>SIG</i> 37.1 (Teos V a.C.), I.<i>BI</i> 1.272, Dsc.4.142.1, Gal.1.404, 2.161, Aret.ll.cc., Ath.84f, Ps.Callisth.3.31B, D.C.72.14.4, <i>Epit</i>.8.15.6, Hdn.3.5.5, Clem.Al.<i>Prot</i>.10.89, Chrys.M.54.585, Sopat.<i>Tract</i>.92.6, Hsch., δυνάμεις Androm. en Gal.13.199, ἑρπετόν Plu.<i>Fluu</i>.18.9, ἰός Clem.Al.<i>Prot</i>.10.106, de plantas, Gal.11.683, Aët.1.294, Pall.<i>in Hp</i>.2.150, [[δένδρον]] ... δηλητηρίου δυνάμεως Gal.12.127, cf. 10.840, Aët.8.45, βαράθρου δηλητηρίαν αὔραν ἀποπνέοντος Aët.3.162<br /><b class="num">•</b>c. gen. τὸ δὲ [[αἷμα]] αὐτοῦ δηλητήριόν ἐστι τριχῶν <i>Cyran</i>.2.42.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pernicioso]] de los vicios, Pall.<i>V.Chrys</i>.18.310, 19.144, cf. Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.131.14.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ [[δηλητήριον]] (<i>[[sc.]]</i> [[φάρμακον]]) [[veneno]] κιτρίον ... ἀντιφάρμακόν ἐστι παντὸς δηλητηρίου Ath.84d, καὶ δηλητηρίου ψυχὴ δολερὰ πικρότερον Hld.8.8.2, τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δηλητήρια Porph.<i>Abst</i>.3.8, cf. Dsc.5.97.2, Plu.2.662c, M.Ant.6.36, Hdn.1.17.10, Amph.<i>Exerc</i>.926, Basil.<i>Hex</i>.5.4, Lib.<i>Or</i>.64.33, Sopat.<i>Tract</i>.13.24, Cass.Fel.51, Iust.<i>Nou</i>.140 praef.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0560.png Seite 560]] ον, schädlich; [[φάρμακον]], Herodian. 3, 5, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0560.png Seite 560]] ον, schädlich; [[φάρμακον]], Herodian. 3, 5, 9.
}}
{{elru
|elrutext='''δηλητήριος:''' [[вредоносный]], [[ядовитый]] ([[ἑρπετόν]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δηλητήριος''': -ον, [[βλαπτικός]], φάρμακα Ἡρῳδιαν. 3. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 42. 2) δηλητήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]), τό, «φαρμάκι», Ἀριστ. Φυτ. 1. 5, 7, Πλούτ. 2. 662C.
|lstext='''δηλητήριος''': -ον, [[βλαπτικός]], φάρμακα Ἡρῳδιαν. 3. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 42. 2) δηλητήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]), τό, «φαρμάκι», Ἀριστ. Φυτ. 1. 5, 7, Πλούτ. 2. 662C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -α, -ον Gal.11.763, 12.899, en Aët.8.45, Aët.3.162; plu. dat. -ίοισι Aret.<i>SA</i> 1.7.3, 2.10.3]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[nocivo]], [[deletéreo]], [[venenoso]] φάρμακον <i>SIG</i> 37.1 (Teos V a.C.), I.<i>BI</i> 1.272, Dsc.4.142.1, Gal.1.404, 2.161, Aret.ll.cc., Ath.84f, Ps.Callisth.3.31B, D.C.72.14.4, <i>Epit</i>.8.15.6, Hdn.3.5.5, Clem.Al.<i>Prot</i>.10.89, Chrys.M.54.585, Sopat.<i>Tract</i>.92.6, Hsch., δυνάμεις Androm. en Gal.13.199, ἑρπετόν Plu.<i>Fluu</i>.18.9, ἰός Clem.Al.<i>Prot</i>.10.106, de plantas, Gal.11.683, Aët.1.294, Pall.<i>in Hp</i>.2.150, [[δένδρον]] ... δηλητηρίου δυνάμεως Gal.12.127, cf. 10.840, Aët.8.45, βαράθρου δηλητηρίαν αὔραν ἀποπνέοντος Aët.3.162<br /><b class="num">•</b>c. gen. τὸ δὲ [[αἷμα]] [[αὐτοῦ]] δηλητήριόν ἐστι τριχῶν <i>Cyran</i>.2.42.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pernicioso]] de los vicios, Pall.<i>V.Chrys</i>.18.310, 19.144, cf. Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.131.14.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ. (<i>sc</i>. φάρμακον) [[veneno]] κιτρίον ... ἀντιφάρμακόν ἐστι παντὸς δηλητηρίου Ath.84d, καὶ δηλητηρίου ψυχὴ δολερὰ πικρότερον Hld.8.8.2, τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δηλητήρια Porph.<i>Abst</i>.3.8, cf. Dsc.5.97.2, Plu.2.662c, M.Ant.6.36, Hdn.1.17.10, Amph.<i>Exerc</i>.926, Basil.<i>Hex</i>.5.4, Lib.<i>Or</i>.64.33, Sopat.<i>Tract</i>.13.24, Cass.Fel.51, Iust.<i>Nou</i>.140 praef.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[δηλητήριο]].
|mltxt=το (AM [[δηλητήριος]], -ον)<br />[[ουσία]] που δηλητηριάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προξενεί [[φθορά]] στον οργανισμό («ο [[καπνός]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που έχει έντονα πικρή [[γεύση]] («αυτός ο [[καφές]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το [[δηλητήριο]] της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («δηλητήρια φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δηλητήριον]]<br />το [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δηλέομαι]] (Ι) [[κατά]] το αντίθετο του [[σωτήριος]] και όχι από το σπάνιο [[δηλητήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δηλητήριος:''' вредоносный, ядовитый ([[ἑρπετόν]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 8 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλητήριος Medium diacritics: δηλητήριος Low diacritics: δηλητήριος Capitals: ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: dēlētḗrios Transliteration B: dēlētērios Transliteration C: dilitirios Beta Code: dhlhth/rios

English (LSJ)

δηλητήριον,
A noxious, φάρμακα SIG 37(Teos, v B. C.), cf. J.BJ1.13.10, Gal.Nat.Fac.3.7, Hdn.3.5.5.
2 δηλητήριον (sc. φάρμακον), τό, poison, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69), Plu. 2.662c, Hdn.1.17.10, Lib.Or.64.33; τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. Porph.Abst.3.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον Gal.11.763, 12.899, en Aët.8.45, Aët.3.162; plu. dat. -ίοισι Aret.SA 1.7.3, 2.10.3]
I 1nocivo, deletéreo, venenoso φάρμακον SIG 37.1 (Teos V a.C.), I.BI 1.272, Dsc.4.142.1, Gal.1.404, 2.161, Aret.ll.cc., Ath.84f, Ps.Callisth.3.31B, D.C.72.14.4, Epit.8.15.6, Hdn.3.5.5, Clem.Al.Prot.10.89, Chrys.M.54.585, Sopat.Tract.92.6, Hsch., δυνάμεις Androm. en Gal.13.199, ἑρπετόν Plu.Fluu.18.9, ἰός Clem.Al.Prot.10.106, de plantas, Gal.11.683, Aët.1.294, Pall.in Hp.2.150, δένδρον ... δηλητηρίου δυνάμεως Gal.12.127, cf. 10.840, Aët.8.45, βαράθρου δηλητηρίαν αὔραν ἀποπνέοντος Aët.3.162
c. gen. τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητήριόν ἐστι τριχῶν Cyran.2.42.4.
2 fig. pernicioso de los vicios, Pall.V.Chrys.18.310, 19.144, cf. Gr.Nyss.Apoll.131.14.
II subst. τὸ δηλητήριον (sc. φάρμακον) veneno κιτρίον ... ἀντιφάρμακόν ἐστι παντὸς δηλητηρίου Ath.84d, καὶ δηλητηρίου ψυχὴ δολερὰ πικρότερον Hld.8.8.2, τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δηλητήρια Porph.Abst.3.8, cf. Dsc.5.97.2, Plu.2.662c, M.Ant.6.36, Hdn.1.17.10, Amph.Exerc.926, Basil.Hex.5.4, Lib.Or.64.33, Sopat.Tract.13.24, Cass.Fel.51, Iust.Nou.140 praef.

German (Pape)

[Seite 560] ον, schädlich; φάρμακον, Herodian. 3, 5, 9.

Russian (Dvoretsky)

δηλητήριος: вредоносный, ядовитый (ἑρπετόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δηλητήριος: -ον, βλαπτικός, φάρμακα Ἡρῳδιαν. 3. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 42. 2) δηλητήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, «φαρμάκι», Ἀριστ. Φυτ. 1. 5, 7, Πλούτ. 2. 662C.

Greek Monolingual

το (AM δηλητήριος, -ον)
ουσία που δηλητηριάζει
νεοελλ.
1. κάθε τι που προξενεί φθορά στον οργανισμό («ο καπνός είναι δηλητήριο»)
2. κάθε τι που έχει έντονα πικρή γεύση («αυτός ο καφές είναι δηλητήριο»)
3. για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το δηλητήριο της συκοφαντίας»)
αρχ.
1. βλαβερός, επιβλαβής («δηλητήρια φάρμακα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δηλητήριον
το φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι) κατά το αντίθετο του σωτήριος και όχι από το σπάνιο δηλητήρ.