ὑπεράλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperallomai
|Transliteration C=yperallomai
|Beta Code=u(pera/llomai
|Beta Code=u(pera/llomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spring]] or [[leap over]], or [[beyond]], c. gen., <b class="b3">αὐλῆς ὑπεράλμενον</b> (aor. 2 part.) <span class="bibl">Il.5.138</span>: also c. acc., <b class="b3">πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο</b> (aor. 2) <span class="bibl">20.327</span>; so in Prose, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.4.17</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>8.4</span>; <b class="b3">ὑ. πλοίων ἱστούς</b>, of dolphins, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631a22</span>; <b class="b3">τὰς μαχαίρας</b>, of sword-dancers, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[leap to a high place]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>38.33</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[spring over]], [[spring beyond]] or [[leap over]], or [[leap beyond]], [[overleap]], c. gen., <b class="b3">αὐλῆς ὑπεράλμενον</b> (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., <b class="b3">πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο</b> (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.''An.''7.4.17, ''Eq.''8.4; <b class="b3">ὑ. πλοίων ἱστούς</b>, of [[dolphin]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''631a22; <b class="b3">τὰς μαχαίρας</b>, of sword-dancers, Phld.''Rh.''1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[leap to a high place]], [[LXX]] ''Si.''38.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[ἅλλομαι]]), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[ἅλλομαι]]), [[darüberweg sprinqen]], αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. sync. ao.2 ind.</i> ὑπερᾶλτο, <i>part. poét.</i> ὑπεράλμενος, η, ον :<br />[[franchir d'un bond]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἅλλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεράλλομαι:''' (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) [[перепрыгивать]], [[перескакивать]]: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεράλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηρῶ [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]] τινός, [[μετὰ]] γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· [[οὕτως]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).
|lstext='''ὑπεράλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηρῶ [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]] τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· [[οὕτως]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. sync. ao.2 ind.</i> ὑπερᾶλτο, <i>part. poét.</i> ὑπεράλμενος, η, ον :<br />franchir d’un bond.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] ή [[πέρα]] από [[κάτι]] (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] (α. «[[ὑπεράλλομαι]] θανάτου», Ωριγ.<br />θ. «[[ὑπεράλλομαι]] σκάνδαλα», Νείλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέρχομαι]], [[καταλαμβάνω]] υψηλή [[θέση]] («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῡνται», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] ή [[πέρα]] από [[κάτι]] (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υψώνομαι [[πάνω]] από [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπέρτερος]] (α. «[[ὑπεράλλομαι]] θανάτου», Ωριγ.<br />θ. «[[ὑπεράλλομαι]] σκάνδαλα», Νείλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υπερέχω]], [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανέρχομαι]], [[καταλαμβάνω]] υψηλή [[θέση]] («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεράλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ὑπερ-ᾶλτο</i>, μτχ. <i>-άλμενος</i>· αποθ., [[πηδώ]] πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπεράλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ὑπερ-ᾶλτο</i>, μτχ. <i>-άλμενος</i>· αποθ., [[πηδώ]] πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεράλλομαι:''' (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο [[part]]. -άλμενος<br />Dep.:— to [[leap]] [[over]] or [[beyond]], c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.
|mdlsjtxt=aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο [[part]]. -άλμενος<br />Dep.:— to [[leap]] [[over]] or [[beyond]], c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράλλομαι Medium diacritics: ὑπεράλλομαι Low diacritics: υπεράλλομαι Capitals: ΥΠΕΡΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperállomai Transliteration B: hyperallomai Transliteration C: yperallomai Beta Code: u(pera/llomai

English (LSJ)

A spring over, spring beyond or leap over, or leap beyond, overleap, c. gen., αὐλῆς ὑπεράλμενον (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.An.7.4.17, Eq.8.4; ὑ. πλοίων ἱστούς, of dolphins, Arist.HA631a22; τὰς μαχαίρας, of sword-dancers, Phld.Rh.1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b.
II metaph., leap to a high place, LXX Si.38.33.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 ind. ὑπερᾶλτο, part. poét. ὑπεράλμενος, η, ον :
franchir d'un bond.
Étymologie: ὑπέρ, ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράλλομαι: (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηρῶ ὑπεράνωπέραν τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· οὕτως ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, ἀναβαίνω ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).

English (Autenrieth)

aor. ὑπερᾶλτο, part. ὑπεράλμενον: leap or spring over, w. gen. or acc. (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ.
β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ.
θ. «ὑπεράλλομαι σκάνδαλα», Νείλ.)
μσν.
υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον
αρχ.
ανέρχομαι, καταλαμβάνω υψηλή θέση («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].

Greek Monotonic

ὑπεράλλομαι: αόρ. αʹ -ηλάμην· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ὑπερ-ᾶλτο, μτχ. -άλμενος· αποθ., πηδώ πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο part. -άλμενος
Dep.:— to leap over or beyond, c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.