κατάπλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(c1)
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἔμπλασμα, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, κατάπλασμα, κατακίκκας, κατακόκκας;" to "Ancient Greek: ἔμπλασμα, [[ἔμπλαστρ...)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataplasma
|Transliteration C=kataplasma
|Beta Code=kata/plasma
|Beta Code=kata/plasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plaster, poultice</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>40</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>320.12</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>863a6</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.11.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>59</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span> 170</span> (pl., i A. D.), etc.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[plaster]], [[poultice]], [[cataplasm]], Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. [[papomslag]], [[cataplasma]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπλασμα:''' ατος τό [[пластырь]], (целебная) [[мазь]] Arst., Plut.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κατάπλασμα]], Α ιων. τ. [[καταπλαστύς]], [[ή]]) [[καταπλάσσω]]<br /><b>ιατρ.</b> θεραπευτικό [[επίθεμα]], [[έμπλαστρο]], [[σκεύασμα]] πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα [[λεπτό]] και διαπερατό στην [[υγρασία]] και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο [[πάνω]] σε πάσχον [[σημείο]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />μαγικό [[κατασκεύασμα]].
}}
{{ls
|lstext='''κατάπλασμα''': τὸ, ἰατρικὸν [[ὅπερ]] καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. [[καταπλαστός]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἔμπλαστρο]]). Ἀπό τό [[καταπλάσσω]] (=[[ἀλείφω]]) → [[κατά]] + [[πλάττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[poultice]]===
Bulgarian: компрес, лапа; Catalan: cataplasma; Danish: omslag, grødomslag; Dutch: [[papomslag]], [[cataplasma]]; Faroese: greytarbak; Finnish: haude; French: [[cataplasme]], [[emplâtre]]; Galician: emplasto, cataplasma, papuxas; German: [[Kataplasma]], [[Wickel]], [[Umschlag]], [[Packung]]; Greek: [[κατάπλασμα]]; Ancient Greek: [[ἔμπλασμα]], [[ἔμπλαστρον]], [[ἔμπλαστρος]], [[ἔμπλαστος]], [[ἔμπλαστον]], [[κατάπλασμα]], [[κατακίκκας]], [[κατακόκκας]]; Irish: ceirín; Italian: [[cataplasma]]; Japanese: 罨法; Latin: [[fomentum]], [[cataplasma]]; Maori: whakapiripiri, tākai; Norman: poussot, vithicatouaithe; Norwegian: grøtomslag; Plautdietsch: Pleista; Portuguese: [[emplastro]], [[emplasto]], [[cataplasma]]; Russian: [[припарка]]; Spanish: [[cataplasma]]; Swedish: grötomslag, foment, omslag; Tocharian B: tsatsāpar
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 11 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλασμα Medium diacritics: κατάπλασμα Low diacritics: κατάπλασμα Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΜΑ
Transliteration A: katáplasma Transliteration B: kataplasma Transliteration C: kataplasma Beta Code: kata/plasma

English (LSJ)

-ατος, τό, plaster, poultice, cataplasm, Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1370] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. papomslag, cataplasma.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλασμα: ατος τό пластырь, (целебная) мазь Arst., Plut.

Greek Monolingual

το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) καταπλάσσω
ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος
μσν.
μαγικό κατασκεύασμα.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλασμα: τὸ, ἰατρικὸν ὅπερ καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. καταπλαστός.

Mantoulidis Etymological

(=ἔμπλαστρο). Ἀπό τό καταπλάσσω (=ἀλείφω) → κατά + πλάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

poultice

Bulgarian: компрес, лапа; Catalan: cataplasma; Danish: omslag, grødomslag; Dutch: papomslag, cataplasma; Faroese: greytarbak; Finnish: haude; French: cataplasme, emplâtre; Galician: emplasto, cataplasma, papuxas; German: Kataplasma, Wickel, Umschlag, Packung; Greek: κατάπλασμα; Ancient Greek: ἔμπλασμα, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, ἔμπλαστος, ἔμπλαστον, κατάπλασμα, κατακίκκας, κατακόκκας; Irish: ceirín; Italian: cataplasma; Japanese: 罨法; Latin: fomentum, cataplasma; Maori: whakapiripiri, tākai; Norman: poussot, vithicatouaithe; Norwegian: grøtomslag; Plautdietsch: Pleista; Portuguese: emplastro, emplasto, cataplasma; Russian: припарка; Spanish: cataplasma; Swedish: grötomslag, foment, omslag; Tocharian B: tsatsāpar