μακιστήρ: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(3) |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makistir | |Transliteration C=makistir | ||
|Beta Code=makisth/r | |Beta Code=makisth/r | ||
|Definition= | |Definition=μακιστῆρος, ὁ, [[long and tedious]], μῦθος [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''698 (troch.); <b class="b3">μακιστῆρα καρδίας λόγον</b> is corrupt in Id.''Supp.''466 (Sch. [[δηκτικόν]], leg. [[μαστικτῆρα]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0084.png Seite 84]] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0084.png Seite 84]] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> long et ennuyeux (discours);<br /><b>2</b> qui perce, qui blesse, gén..<br />'''Étymologie:''' 1) [[μακρός]] - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. [[μαστίκτωρ]], [[μαστίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾱκιστήρ:''' ῆρος adj. [предполож. из *[[μαστικτήρ]] от [[μάστιξ]] пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας [[λόγος]] Aesch. душераздирающая речь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾱκιστήρ''': ῆρος, ὁ, [[μακρός]], [[σχοινοτενής]], μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. [[μακεστήρ]]). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν). | |lstext='''μᾱκιστήρ''': ῆρος, ὁ, [[μακρός]], [[σχοινοτενής]], μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. [[μακεστήρ]]). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''μᾱκιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[μακροσκελής]] και [[ανιαρός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μᾱκιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[μακροσκελής]] και [[ανιαρός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[long]] and [[tedious]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
μακιστῆρος, ὁ, long and tedious, μῦθος A.Pers.698 (troch.); μακιστῆρα καρδίας λόγον is corrupt in Id.Supp.466 (Sch. δηκτικόν, leg. μαστικτῆρα).
German (Pape)
[Seite 84] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
1 long et ennuyeux (discours);
2 qui perce, qui blesse, gén..
Étymologie: 1) μακρός - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. μαστίκτωρ, μαστίζω.
Russian (Dvoretsky)
μᾱκιστήρ: ῆρος adj. [предполож. из *μαστικτήρ от μάστιξ пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας λόγος Aesch. душераздирающая речь.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱκιστήρ: ῆρος, ὁ, μακρός, σχοινοτενής, μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. μακεστήρ). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν).
Greek Monolingual
μακιστήρ, -ῆρος, ἡ (Α)
1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.)
2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μηκίζω < μῆκος + επίθημα -τήρ].
Greek Monotonic
μᾱκιστήρ: -ῆρος, ὁ, μακροσκελής και ανιαρός, σε Αισχύλ.