πηδώ: Difference between revisions
(32) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πηδῶ, | |mltxt=πηδῶ, [[πηδάω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[παδώ]] Α<br /><b>1.</b> τινάζομαι [[ψηλά]], μετακινούμαι με [[άλμα]] από ένα [[σημείο]] σε [[άλλο]] (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[υψόσε]] ποσσὶν ἐπήδα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περνώ]] με [[άλμα]] [[πάνω]] από [[κάτι]] (α. «πήδησα το [[χαντάκι]]» β. «πηδῶντος [[ἄρδην]] Ἕκτορος τάφρων ὕπερ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πράγματα) εκτινάσσομαι (α. «πήδηξε το [[μπαλάκι]]» β. «[[πάλος]] πήδησεν εὐχάλκου κράνους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλάζω]] απότομα [[αντικείμενο]] συζητήσεως, ομιλίας, σκέψεως (α. «πηδάει από το ένα [[θέμα]] στ' [[άλλο]]» β. «τὶ πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλείπω]] [[κατά]] την [[ανάγνωση]] ή [[κατά]] τη [[μελέτη]]<br /><b>2.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>4.</b> (για ζώα) [[οχεύω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πήδησα απ' τη [[χαρά]] μου» — χάρηκα [[πάρα]] πολύ<br />β) «πήδησα απ' τη [[θέση]] μου» — έδειξα [[μεγάλη]] [[έκπληξη]] ή φόβο<br />γ) «πήδησε [[πολλά]] παλούκια» — έχει ξεπεράσει πολλές δυσκολίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι από φόβο ή [[αγωνία]]<br /><b>2.</b> (για τον εγκέφαλο) έχω σπασμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ped</i>- «[[πόδι]]» του [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[πηδόν]]) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>padyate</i> «[[πέφτω]]», αγγλοσαξ. -<i>fetan</i> «[[πέφτω]]», αρχ. νορβ. <i>feta</i> «[[βρίσκω]] τον δρόμο», και πιθ. με το λιθουαν. <i>pẽdinu</i> «[[βαδίζω]]». Το όνομα του αλόγου του Αχιλλέα <i>Πήδασος</i> εντάσσεται πιθ. στην [[οικογένεια]] του [[πηδώ]] (<b>πρβλ.</b> [[Πήγασος]]), [[καθώς]] και το ανθρωπωνύμιο <i>Πήδασος</i>, [[εκτός]] αν πρόκειται για τ. του γλωσσικού υποστρώματος, όπως το [[τοπωνύμιο]] <i>Πήδασα</i> της Μικράς Ασίας]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fuck]]=== | |||
Afrikaans: naai; Albanian: qij, shkërdhej; Arabic: نَاكَ, نَكَحَ; Hijazi Arabic: ناك; Armenian: քունել, քունվել; Aromanian: fut; Assamese: চোদ; Azerbaijani: sikmək, qayırmaq, soxmaq, sikişmək; Basque: txortan egin, larrutan egin; Belarusian: ябаць, пярдоліць, ябацца; Bengali: চুদা; Bulgarian: еба, шибам, чукам; Catalan: follar, cardar, fotre, fer un clau, fotre un clau, tirar-se; Cebuano: iyot; Chinese Cantonese: 屌, 𨳒/𮤭; Hakka: 屌; Mandarin: 幹/干, 搞, 操, 肏, 日; Min Nan: 姦/奸, 使, 箍, 躄; Cornish: kyjya; Czech: mrdat, prcat, šukat, šoustat, jebat; Danish: kneppe, bolle, pule, knalde; Dutch: [[neuken]], [[naaien]], [[wippen]], [[fleppen]], [[rampetampen]], [[bonken]], [[batsen]], [[ketsen]], [[krikken]]; Esperanto: fiki; Estonian: nikkuma, nussima, keppima, panema, trukkima; Faroese: mogga, gilla, fukka; Finnish: naida, panna, nussia, bylsiä, hässiä, kiksauttaa, muhinoida; French: [[baiser]], [[fourrer]], [[niquer]], [[enconner]], [[foutre]], [[enculer]], [[sauter]]; Galician: foder; Georgian: ტყვნა; German: [[ficken]], [[knallen]], [[bumsen]], [[nageln]], [[pimpern]], [[poppen]], [[pudern]], [[rammeln]], [[stechen]], [[stoßen]], [[vögeln]]; Greek: [[γαμώ]], [[γαμάω]], [[πηδώ]], [[πηδάω]]; Ancient Greek: [[βενέω]], [[βενῶ]], [[βινέω]], [[βινῶ]], [[διακροτέω]], [[διασποδέω]], [[κασαλβάζω]], [[κατελαύνω]], [[σπλεκόω]], [[σπεκλόω]], [[πλεκόω]], [[τρυπάω]]; Gujarati: સંભોગ કરવો, ચોદવું; Hebrew: זיין \ זִיֵּן, דָּפַק; Hindi: चोदना; Hungarian: baszik, megbasz, kúr, megkúr, dug, megdug; Icelandic: ríða, hafa kynmök, sofa hjá, hafa mök við; Ilocano: iyot; Indonesian: entot, mengentot, ngentot, ngewe, mengancuk; Ingrian: nussia; Interlingua: futuer; Italian: [[fottere]], [[scopare]], [[trombare]], [[chiavare]], [[sbattere]], [[bombare]], [[trapanare]], [[cavalcare]], [[montare]], [[ingroppare]], [[ficcare]], [[zappare]], [[ciulare]]; Jamaican Creole: jook; Japanese: エッチする, やる, 犯す, ファックする, まんこする; Javanese: ngancuk, ngencok; Kalmyk: охх; Kapampangan: karat; Kazakh: сігу; Khmer: រួមរ័ក្ស; Korean: 씹하다; Kurdish Northern Kurdish: gan; Kven: nussiit; Kyrgyz: тыгуу, сигүү; Lao: ສີ້, ເສບສົມ; Latin: [[futuo]]; Latvian: pisties, drāzties, drātēties, ņemties; Lithuanian: pistis, kruštis, dulkintis, pyškintis; Macedonian: ебе; Malay: kongkek, amput, koncok, main; Maltese: niek; Manchu: ᡴᡡᡵᠠᠮᠪᡳ; Marathi: झवणे; Norwegian: knulle, pule, jokke; Occitan: fóter, fotre, cardinar; Ottoman Turkish: سكشمك; Persian: گائیدن; Polish: pierdolić, pieprzyć, jebać, ruchać; Portuguese: [[foder]], [[montar]], [[pinar]], [[comer]], [[transar]], [[trepar]]; Romani: kurel; Romanian: fute, regula, găuri, și-o trage, și-o pune, cordi, babardi; Russian: [[ебать]], [[выебать]], [[отъебать]], [[ебаться]], [[сношаться]], [[трахать]], [[трахаться]], [[еть]], [[ети]], [[пердолить]]; Saraiki: یاہݨ; Sardinian: fútere; Scottish Gaelic: dàir; Serbo-Croatian Cyrillic: јебати, карати, туцати, кресати, прцати, шукати; Latin: [[jebati]], [[karati]], [[tucati]], [[kresati]], [[prcati]], [[šukati]]; Sicilian: fùttiri; Slovak: jebať, drbať, šukať, trtkať, pichať, mrdať; Slovene: fukati, jebati; Slovincian: jåbac; Sorbian Lower Sorbian: jebaś; Upper Sorbian: jebać; Spanish: [[follar]], [[follarse]], [[joder]], [[coger]], [[chingar]], [[jalar]], [[tirarse]], [[cepillarse]], [[pichar]], [[culear]], [[joder]], [[vergar]], [[cachar]], [[garchar]]; Swahili: kutomba; Swedish: knulla, pöka, bazza; Tagalog: kantot, kadyot, kasta, gahasa; Tahitian: tītoi; Tajik: гоидан; Telugu: దెంగు; Thai: เย็ด; Turkish: sikmek, becermek, düzmek, koymak, sokmak, kaymak, halletmek, sikişmek; Ukrainian: їбати, їбатися; Urdu: چودنا; Uzbek: sikmoq; Vietnamese: đụ, địt, đéo; Welsh: ffwcio, ffwrcho, cnuchio, ffwrchio; Yakut: кыар; Yiddish: טרענען, יענצן; Yoruba: dó; Zazaki: qeysnen, nayen, şanen | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:29, 28 February 2024
Greek Monolingual
πηδῶ, πηδάω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α
1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι
β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.)
2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β. «πηδῶντος ἄρδην Ἕκτορος τάφρων ὕπερ», Σοφ.)
3. (για πράγματα) εκτινάσσομαι (α. «πήδηξε το μπαλάκι» β. «πάλος πήδησεν εὐχάλκου κράνους», Αισχύλ.)
4. αλλάζω απότομα αντικείμενο συζητήσεως, ομιλίας, σκέψεως (α. «πηδάει από το ένα θέμα στ' άλλο» β. «τὶ πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παραλείπω κατά την ανάγνωση ή κατά τη μελέτη
2. συνουσιάζομαι
4. (για ζώα) οχεύω
4. φρ. α) «πήδησα απ' τη χαρά μου» — χάρηκα πάρα πολύ
β) «πήδησα απ' τη θέση μου» — έδειξα μεγάλη έκπληξη ή φόβο
γ) «πήδησε πολλά παλούκια» — έχει ξεπεράσει πολλές δυσκολίες
αρχ.
1. (για την καρδιά) πάλλομαι από φόβο ή αγωνία
2. (για τον εγκέφαλο) έχω σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη βαθμίδα της ρίζας ped- «πόδι» του πούς (πρβλ. πηδόν) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. padyate «πέφτω», αγγλοσαξ. -fetan «πέφτω», αρχ. νορβ. feta «βρίσκω τον δρόμο», και πιθ. με το λιθουαν. pẽdinu «βαδίζω». Το όνομα του αλόγου του Αχιλλέα Πήδασος εντάσσεται πιθ. στην οικογένεια του πηδώ (πρβλ. Πήγασος), καθώς και το ανθρωπωνύμιο Πήδασος, εκτός αν πρόκειται για τ. του γλωσσικού υποστρώματος, όπως το τοπωνύμιο Πήδασα της Μικράς Ασίας].
Translations
fuck
Afrikaans: naai; Albanian: qij, shkërdhej; Arabic: نَاكَ, نَكَحَ; Hijazi Arabic: ناك; Armenian: քունել, քունվել; Aromanian: fut; Assamese: চোদ; Azerbaijani: sikmək, qayırmaq, soxmaq, sikişmək; Basque: txortan egin, larrutan egin; Belarusian: ябаць, пярдоліць, ябацца; Bengali: চুদা; Bulgarian: еба, шибам, чукам; Catalan: follar, cardar, fotre, fer un clau, fotre un clau, tirar-se; Cebuano: iyot; Chinese Cantonese: 屌, 𨳒/𮤭; Hakka: 屌; Mandarin: 幹/干, 搞, 操, 肏, 日; Min Nan: 姦/奸, 使, 箍, 躄; Cornish: kyjya; Czech: mrdat, prcat, šukat, šoustat, jebat; Danish: kneppe, bolle, pule, knalde; Dutch: neuken, naaien, wippen, fleppen, rampetampen, bonken, batsen, ketsen, krikken; Esperanto: fiki; Estonian: nikkuma, nussima, keppima, panema, trukkima; Faroese: mogga, gilla, fukka; Finnish: naida, panna, nussia, bylsiä, hässiä, kiksauttaa, muhinoida; French: baiser, fourrer, niquer, enconner, foutre, enculer, sauter; Galician: foder; Georgian: ტყვნა; German: ficken, knallen, bumsen, nageln, pimpern, poppen, pudern, rammeln, stechen, stoßen, vögeln; Greek: γαμώ, γαμάω, πηδώ, πηδάω; Ancient Greek: βενέω, βενῶ, βινέω, βινῶ, διακροτέω, διασποδέω, κασαλβάζω, κατελαύνω, σπλεκόω, σπεκλόω, πλεκόω, τρυπάω; Gujarati: સંભોગ કરવો, ચોદવું; Hebrew: זיין \ זִיֵּן, דָּפַק; Hindi: चोदना; Hungarian: baszik, megbasz, kúr, megkúr, dug, megdug; Icelandic: ríða, hafa kynmök, sofa hjá, hafa mök við; Ilocano: iyot; Indonesian: entot, mengentot, ngentot, ngewe, mengancuk; Ingrian: nussia; Interlingua: futuer; Italian: fottere, scopare, trombare, chiavare, sbattere, bombare, trapanare, cavalcare, montare, ingroppare, ficcare, zappare, ciulare; Jamaican Creole: jook; Japanese: エッチする, やる, 犯す, ファックする, まんこする; Javanese: ngancuk, ngencok; Kalmyk: охх; Kapampangan: karat; Kazakh: сігу; Khmer: រួមរ័ក្ស; Korean: 씹하다; Kurdish Northern Kurdish: gan; Kven: nussiit; Kyrgyz: тыгуу, сигүү; Lao: ສີ້, ເສບສົມ; Latin: futuo; Latvian: pisties, drāzties, drātēties, ņemties; Lithuanian: pistis, kruštis, dulkintis, pyškintis; Macedonian: ебе; Malay: kongkek, amput, koncok, main; Maltese: niek; Manchu: ᡴᡡᡵᠠᠮᠪᡳ; Marathi: झवणे; Norwegian: knulle, pule, jokke; Occitan: fóter, fotre, cardinar; Ottoman Turkish: سكشمك; Persian: گائیدن; Polish: pierdolić, pieprzyć, jebać, ruchać; Portuguese: foder, montar, pinar, comer, transar, trepar; Romani: kurel; Romanian: fute, regula, găuri, și-o trage, și-o pune, cordi, babardi; Russian: ебать, выебать, отъебать, ебаться, сношаться, трахать, трахаться, еть, ети, пердолить; Saraiki: یاہݨ; Sardinian: fútere; Scottish Gaelic: dàir; Serbo-Croatian Cyrillic: јебати, карати, туцати, кресати, прцати, шукати; Latin: jebati, karati, tucati, kresati, prcati, šukati; Sicilian: fùttiri; Slovak: jebať, drbať, šukať, trtkať, pichať, mrdať; Slovene: fukati, jebati; Slovincian: jåbac; Sorbian Lower Sorbian: jebaś; Upper Sorbian: jebać; Spanish: follar, follarse, joder, coger, chingar, jalar, tirarse, cepillarse, pichar, culear, joder, vergar, cachar, garchar; Swahili: kutomba; Swedish: knulla, pöka, bazza; Tagalog: kantot, kadyot, kasta, gahasa; Tahitian: tītoi; Tajik: гоидан; Telugu: దెంగు; Thai: เย็ด; Turkish: sikmek, becermek, düzmek, koymak, sokmak, kaymak, halletmek, sikişmek; Ukrainian: їбати, їбатися; Urdu: چودنا; Uzbek: sikmoq; Vietnamese: đụ, địt, đéo; Welsh: ffwcio, ffwrcho, cnuchio, ffwrchio; Yakut: кыар; Yiddish: טרענען, יענצן; Yoruba: dó; Zazaki: qeysnen, nayen, şanen