φολίδα: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(45) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φολίς]], - | |mltxt=η / [[φολίς]], -ίδος, ΝΜΑ, και [[φωλίς]] Α<br /><b>1.</b> καθένα από τα μικρά οστρακοειδή [[πετάλια]] που καλύπτουν το [[σώμα]] τών ερπετών και τών ψαριών, [[λέπι]]<br /><b>2.</b> μικρή μεταλλική [[πλάκα]] με την οποία καλύπτουν την [[επιφάνεια]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό [[έλασμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> μικρό [[πετάλιο]] επιδερμίδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, κν. [[λέπι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στίγμα]] στην [[επιφάνεια]] της δοράς λεοπάρδαλης ή πάνθηρα και, γενικότερα, [[κάθε]] [[στίγμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[είδος]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φολὶς [[λιθοκόλλητος]]» — [[διακόσμηση]] με ψηφίδες (<b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται [[συνήθως]] με τον, [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ., τ. [[φελλός]] και τα ρωσ. <i>bolona</i> «[[έκφυμα]] [[πάνω]] σε [[δένδρο]], [[περικάρπιο]]» <i>bolon</i>' «[[τρυφερός]] [[φλοιός]]», τσεχοσλ., βουλγ. <i>blana</i> και ρουμ. <i>blană</i> «[[δορά]], [[γούνα]]» (για τον τρόπο σχηματισμού της λ. με [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας και κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος, <b>πρβλ.</b> [[λοπίς]] «[[λέπι]] ψαριών»: [[λέπω]]), <b>βλ.</b> και λ. [[φελλός]]. Με τη λ. [[φολίς]] συνδέονται πιθ. και οι τ. [[φόλλιξ]], [[φόλυς]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:19, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / φολίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α
1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι
2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων
νεοελλ.
1. μεταλλικό έλασμα
2. ιατρ. μικρό πετάλιο επιδερμίδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, κν. λέπι
αρχ.
1. στίγμα στην επιφάνεια της δοράς λεοπάρδαλης ή πάνθηρα και, γενικότερα, κάθε στίγμα
2. ιατρ. είδος επιδέσμου
3. φρ. «φολὶς λιθοκόλλητος» — διακόσμηση με ψηφίδες (Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται συνήθως με τον, επίσης αβέβαιης ετυμολ., τ. φελλός και τα ρωσ. bolona «έκφυμα πάνω σε δένδρο, περικάρπιο» bolon' «τρυφερός φλοιός», τσεχοσλ., βουλγ. blana και ρουμ. blană «δορά, γούνα» (για τον τρόπο σχηματισμού της λ. με φωνήεν -ο- της ετεροιωμένης βαθμίδας και κατάλ. -ίς, -ίδος, πρβλ. λοπίς «λέπι ψαριών»: λέπω), βλ. και λ. φελλός. Με τη λ. φολίς συνδέονται πιθ. και οι τ. φόλλιξ, φόλυς].