φωΐς: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φοΐς]], -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α<br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] του δέρματος, που οφείλεται σε [[έγκαυμα]] και περιέχει υδαρές [[υγρό]], [[φλύκταινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], ο τ. ανάγεται στη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ō</i>-<i>w</i>- της ρίζας του [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «[[έγκαυμα]]». Λιγότερο πιθανή, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι ο τ. με αρχική σημ. «[[φουσκάλα]], [[φλύκταινα]]», ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>ŭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῦσα]], λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια [[μορφή]] <i>ph</i><i>ō</i><i>u</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[φώκη]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, - | |mltxt=και [[φοΐς]], -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α<br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] του δέρματος, που οφείλεται σε [[έγκαυμα]] και περιέχει υδαρές [[υγρό]], [[φλύκταινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], ο τ. ανάγεται στη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ō</i>-<i>w</i>- της ρίζας του [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «[[έγκαυμα]]». Λιγότερο πιθανή, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι ο τ. με αρχική σημ. «[[φουσκάλα]], [[φλύκταινα]]», ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>ŭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῦσα]], λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια [[μορφή]] <i>ph</i><i>ō</i><i>u</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[φώκη]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[ψηφίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωΐς:''' φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst. | |elrutext='''φωΐς:''' φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, contr. φῴς, φῳδός, only found in plural φωΐδες, φῷδες (erroneously written φοῖδες in Arist.Pr.967a27), gen. φῴδων (Hdn. Gr.2.342):—blister on the skin, caused by a burn, Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80.
German (Pape)
[Seite 1321] ΐδος, ἡ, zsgzgn φῴς, φῳδός, in der Regel nur im plur. φωΐδες, φῷδες, gen. φῴδων, – Blasen auf der Haut, Brandblasen, schwarze Brandflecken; Hippocr.; Ar. Plut. 535; B. A. 70.
French (Bailly abrégé)
φωΐδος (ἡ) :
tache de brûlure sur la peau.
Étymologie: φάος.
Greek Monolingual
και φοΐς, -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α
φυσαλλίδα στην επιφάνεια του δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή bhō-w- της ρίζας του φώγω «ψήνω, καίω», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «έγκαυμα». Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. με αρχική σημ. «φουσκάλα, φλύκταινα», ανάγεται στην ΙΕ ρίζα p(h)ŭ- (πρβλ. φῦσα, λατ. pussula / pustula) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια μορφή phōu- της ρίζας (πρβλ. φώκη) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς)].
Russian (Dvoretsky)
φωΐς: φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst.