γλυκύμαλον: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(3)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γλυκύμαλον
|Medium diacritics=γλυκύμαλον
|Low diacritics=γλυκύμαλον
|Capitals=ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
|Transliteration A=glykýmalon
|Transliteration B=glykymalon
|Transliteration C=glykymalon
|Beta Code=gluku/malon
|Definition=''Aeolic and Doric'' for [[γλυκύμηλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλυκύμᾱλον:''' τό дор. сладкий сорт яблок [[Sappho]]: [[φίλον]] γ. - [[varia lectio|v.l.]] [[μελίμαλον]] (обращение) Theocr. сокровище мое.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
Line 7: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[sweet]]-[[apple]], as a [[term]] of endearment, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυκύμαλον Medium diacritics: γλυκύμαλον Low diacritics: γλυκύμαλον Capitals: ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
Transliteration A: glykýmalon Transliteration B: glykymalon Transliteration C: glykymalon Beta Code: gluku/malon

English (LSJ)

Aeolic and Doric for γλυκύμηλον.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v.l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Greek Monolingual

το
βλ. γλυκόμηλο.

Greek Monotonic

γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

sweet-apple, as a term of endearment, Theocr.