παρεκπροφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parekprofeygo
|Transliteration C=parekprofeygo
|Beta Code=parekprofeu/gw
|Beta Code=parekprofeu/gw
|Definition=[[flee forth from]], [[elude one's grasp]], ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα <span class="bibl">Il.23.314</span>.
|Definition=[[flee forth from]], [[elude one's grasp]], ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.
|elnltext=παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεκπροφεύγω:''' [[φεύγω]] [[μπροστά]] από, [[ξεφεύγω]], [[ἵνα]] μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παρεκπροφεύγω:''' [[φεύγω]] [[μπροστά]] από, [[ξεφεύγω]], [[ἵνα]] μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[flee]] [[forth]] from, [[elude]], ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.
|mdlsjtxt=to [[flee]] [[forth]] from, [[elude]], ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκπροφεύγω Medium diacritics: παρεκπροφεύγω Low diacritics: παρεκπροφεύγω Capitals: ΠΑΡΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: parekpropheúgō Transliteration B: parekpropheugō Transliteration C: parekprofeygo Beta Code: parekprofeu/gw

English (LSJ)

flee forth from, elude one's grasp, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.

German (Pape)

[Seite 513] (s. φεύγω), entfliehen, entgehen, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα, Il. 23, 314, von Kampfpreisen, die dem, der überwunden wird, entgehen.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sbj. 3ᵉ sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν;
fuir en passant à côté ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἐκπροφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.

Russian (Dvoretsky)

παρεκπροφεύγω: убегать, ускользать (ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).

English (Autenrieth)

aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.

Greek Monolingual

Α
ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

παρεκπροφεύγω: φεύγω μπροστά από, ξεφεύγω, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκπροφεύγω: ἐκφεύγω τινά, ἐκφεύγω τῶν χειρῶν τινος, ἵνα μή σε παρεκπροφύγησιν ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 314.

Middle Liddell

to flee forth from, elude, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.