παρανίσχω: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_14)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paranischo
|Transliteration C=paranischo
|Beta Code=parani/sxw
|Beta Code=parani/sxw
|Definition=trans., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">raise in answer</b>, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς <span class="bibl">Th.3.22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">stand forth beside</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>32</span>.</span>
|Definition=trans.,<br><span class="bld">A</span> [[raise in answer]], ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22.<br><span class="bld">II</span> intr., [[stand forth beside]], Plu.''Aem.''32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0491.png Seite 491]] (s. [[ἴσχω]]), = [[παρανέχω]], dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0491.png Seite 491]] (s. [[ἴσχω]]), = [[παρανέχω]], dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> παρανῖσχον;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à côté de, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'élever à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀνίσχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανίσχω:''' (impf. παρανῖσχον)<br /><b class="num">1</b> [[поднимать]], [[выставлять]] (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[выдаваться наружу]], [[высовываться]], [[торчать сбоку]] ([[ξίφη]] γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[ανατέλλω]], [[αναφαίνομαι]] («[[ἦρος]] παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[υψώνω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[στέκομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br />β) <b>μτφ.</b> [[εξέχω]], [[υπερέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνίσχω]] «[[ανατέλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρανίσχω:'''<b class="num">I.</b> μτβ., [[εγείρω]], [[υψώνω]] ως [[απάντηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σηκώνομαι [[πλησίον]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανίσχω''': μεταβ., [[ἐγείρω]], ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.
|lstext='''παρανίσχω''': μεταβ., [[ἐγείρω]], ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[transitive|trans.]] to [[raise]] in [[answer]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[stand]] [[forth]] [[beside]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίσχω Medium diacritics: παρανίσχω Low diacritics: παρανίσχω Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΧΩ
Transliteration A: paraníschō Transliteration B: paranischō Transliteration C: paranischo Beta Code: parani/sxw

English (LSJ)

trans.,
A raise in answer, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22.
II intr., stand forth beside, Plu.Aem.32.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἴσχω), = παρανέχω, dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.

French (Bailly abrégé)

impf. παρανῖσχον;
1 tr. élever à côté de, acc.;
2 intr. s'élever à côté de.
Étymologie: παρά, ἀνίσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.

Russian (Dvoretsky)

παρανίσχω: (impf. παρανῖσχον)
1 поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);
2 выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку (ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαιἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνίσχω «ανατέλλω»].

Greek Monotonic

παρανίσχω:I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ.
II. αμτβ., σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίσχω: μεταβ., ἐγείρω, ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.

Middle Liddell

I. trans. to raise in answer, Thuc.
II. intr. to stand forth beside, Plut.