στριβιλικίγξ: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(38) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strivilikigks | |Transliteration C=strivilikigks | ||
|Beta Code=stribiliki/gc | |Beta Code=stribiliki/gc | ||
|Definition=Comic word, <b class="b3">οὐδ' ἂν σ</b> | |Definition=Comic word, <b class="b3">οὐδ' ἂν σ.</b> not [[the least]], not a [[fraction]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1035: Sch. cites also [[στρίβος]], [[a weak fine voice]]; comparing also [[λίκιγξ]], [[a bird's voice]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus [[στρίβος]] u. [[λίκιγξ]], welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου erklärt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus [[στρίβος]] u. [[λίκιγξ]], welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου erklärt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locution</i> οὐδ' ἂν [[στριβιλικίγξ]] AR pas même un rien, pas un chouïa.<br />'''Étymologie:''' DELG invention pop. ou du poète. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στριβιλικίγξ [kom. woordvorming] alleen adv. met ontk. οὐδ’ ἄν στρ. zelfs geen greintje, zelfs geen ziertje. Aristoph. Ach. 1035. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' indecl. шутл. ничто, пшик: οὐδ᾽ ἂν σ. Arph. ни черта. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρῐβῐλῐκίγξ''': κωμικὴ [[λέξις]], οὐδ’ ἂν [[στριβιλικίγξ]], οὐδ’ ἐλάχιστον [[μέρος]], οὐδὲ γρῦ, [[οὐδόλως]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035· ὁ Σχολ. ἐν τόπῳ μνημονεύει καὶ στρίβος, [[ἀσθενής]], λεπτὴ [[φωνή]]· παραβάλλων καὶ τὸ [[λίκιγξ]], φωνὴ πτηνοῦ. | |lstext='''στρῐβῐλῐκίγξ''': κωμικὴ [[λέξις]], οὐδ’ ἂν [[στριβιλικίγξ]], οὐδ’ ἐλάχιστον [[μέρος]], οὐδὲ γρῦ, [[οὐδόλως]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035· ὁ Σχολ. ἐν τόπῳ μνημονεύει καὶ στρίβος, [[ἀσθενής]], λεπτὴ [[φωνή]]· παραβάλλων καὶ τὸ [[λίκιγξ]], φωνὴ πτηνοῦ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>]. | |mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' κωμική [[λέξη]], <i>οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ</i>, [[ούτε]] κατ' ελάχιστον, [[ούτε]] γρυ, [[καθόλου]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: joking expression (Augenblicksbildung?) for the smallest conceivable quantity of a fluidity, "little drop" (Ar. Ach. 1035).<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].<br />Etymology: Formation like [[φῦσιγξ]], [[κύστιγξ]] a.o. Sch. ad loc. still mentions [[λίκιγξ]] = <b class="b3">ἡ ἐλαχίστη βοη τῶν ὀρνέων</b> and <b class="b3">στρίβος λεπτη καὶ ὀξεῖα φωνή</b> (cf. [[ὄτοβος]] a.o.); both sound-imitating with repeted <b class="b3">ι-</b>vowel. Cf. 1. [[στρίγξ]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Comic [[word]], οὐδ' ἂν [[στριβιλικίγξ]] not the [[least]], not a [[fraction]], Ar. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''στριβιλικίγξ''': {stribilikígks}<br />'''Meaning''': scherzhafter Ausdruck (Augenblicksbildung?) für die denkbar kleinste Quantität einer Flüssigkeit, "Tröpfchen" (Ar. ''Ach''. 1035).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[φῦσιγξ]], [[κύστιγξ]] u.a. Sch. z. St. erwähnt noch [[λίκιγξ]] = ἡ ἐλαχίστη βοὴ τῶν ὀρνέων und [[στρίβος]]· λεπτὴ καὶ [[ὀξεῖα]] [[φωνή]] (vgl. [[ὄτοβος]] u.a.); beide lautmalend mit wiederholtem ι-Vokal. Vgl. 1. [[στρίγξ]].<br />'''Page''' 2,810 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 3 March 2024
English (LSJ)
Comic word, οὐδ' ἂν σ. not the least, not a fraction, Ar.Ach.1035: Sch. cites also στρίβος, a weak fine voice; comparing also λίκιγξ, a bird's voice.
German (Pape)
[Seite 954] nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus στρίβος u. λίκιγξ, welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου erklärt.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la locution οὐδ' ἂν στριβιλικίγξ AR pas même un rien, pas un chouïa.
Étymologie: DELG invention pop. ou du poète.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στριβιλικίγξ [kom. woordvorming] alleen adv. met ontk. οὐδ’ ἄν στρ. zelfs geen greintje, zelfs geen ziertje. Aristoph. Ach. 1035.
Russian (Dvoretsky)
στρῐβῐλῐκίγξ: indecl. шутл. ничто, пшик: οὐδ᾽ ἂν σ. Arph. ни черта.
Greek (Liddell-Scott)
στρῐβῐλῐκίγξ: κωμικὴ λέξις, οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ, οὐδ’ ἐλάχιστον μέρος, οὐδὲ γρῦ, οὐδόλως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035· ὁ Σχολ. ἐν τόπῳ μνημονεύει καὶ στρίβος, ἀσθενής, λεπτὴ φωνή· παραβάλλων καὶ τὸ λίκιγξ, φωνὴ πτηνοῦ.
Greek Monolingual
Α
(στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ' ἄν στριβιλικίγξ» — ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρίγξ, λίκιγξ) και η ομοιοκαταληξία τών συλλαβών σε -ι].
Greek Monotonic
στρῐβῐλῐκίγξ: κωμική λέξη, οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ, ούτε κατ' ελάχιστον, ούτε γρυ, καθόλου, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: joking expression (Augenblicksbildung?) for the smallest conceivable quantity of a fluidity, "little drop" (Ar. Ach. 1035).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations].
Etymology: Formation like φῦσιγξ, κύστιγξ a.o. Sch. ad loc. still mentions λίκιγξ = ἡ ἐλαχίστη βοη τῶν ὀρνέων and στρίβος λεπτη καὶ ὀξεῖα φωνή (cf. ὄτοβος a.o.); both sound-imitating with repeted ι-vowel. Cf. 1. στρίγξ.
Middle Liddell
Comic word, οὐδ' ἂν στριβιλικίγξ not the least, not a fraction, Ar.
Frisk Etymology German
στριβιλικίγξ: {stribilikígks}
Meaning: scherzhafter Ausdruck (Augenblicksbildung?) für die denkbar kleinste Quantität einer Flüssigkeit, "Tröpfchen" (Ar. Ach. 1035).
Etymology: Bildung wie φῦσιγξ, κύστιγξ u.a. Sch. z. St. erwähnt noch λίκιγξ = ἡ ἐλαχίστη βοὴ τῶν ὀρνέων und στρίβος· λεπτὴ καὶ ὀξεῖα φωνή (vgl. ὄτοβος u.a.); beide lautmalend mit wiederholtem ι-Vokal. Vgl. 1. στρίγξ.
Page 2,810