ἀντεισάγω: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[introduce]] [[instead]], [[substitute]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[bring]] [[into]] [[office]] in [[turn]], Plut.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[introduce]] [[instead]], [[substitute]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[bring]] [[into]] [[office]] in [[turn]], Plut.
}}
}}

Revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεισάγω Medium diacritics: ἀντεισάγω Low diacritics: αντεισάγω Capitals: ΑΝΤΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: anteiságō Transliteration B: anteisagō Transliteration C: anteisago Beta Code: a)nteisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],
A introduce, import instead, D.9.39 (Pass.), Pl.Ax. 369e, Men.402.16, etc.
II bring in to office, etc., in turn, ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας κτλ. Plu.Caes.14.
III restore, Gal.6.75, al.

Spanish (DGE)

1 introducir en lugar de ταῦτα ἀντεισάγων ἀντὶ τούτων D.9.39, τῇ στερήσει τῶν ἀγαθῶν ἀντεισάγων κακῶν αἴσθησιν Pl.Ax.369e, ἀνασκευάζων μὲν φρενῖτιν, ἀντεισάγων δὲ λήθαργον S.E.M.11.136, ἀδικίαν ἀντὶ δικαιοσύνης Phld.Piet.p.8, cf. Gr.Naz.M.35.773C, Zonae.p.164.
2 restaurar, restituir τὴν ἡττημένην ποιότητα Gal.6.75.
3 ayudar, apoyar a su vez εἰς ἐπαρχίας ... ἀλλήλους Plu.Caes.14.

German (Pape)

[Seite 245] (s. ἄγω), anstatt eines Andern einführen, Plat. Ax. 369 e Dem. 9, 39 Plut. Caes. 14.

French (Bailly abrégé)

1 introduire à la place d'un autre, substituer;
2 amener tout à tour en fonction.
Étymologie: ἀντί, εἰσάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεισάγω:
1 вместо (кого-л. или чего-л.) вводить, подставлять (τί τινι Plat.);
2 замещать, заменять (sc. τινά Men.);
3 выдвигать, проводить (на должность) (ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας καὶ δυνάμεις Plut.);
4 ввозить взамен (ἀντί τινος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεισάγω: εἰσάγω ἀντί τινος, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 121. 6 (ἐν τῷ παθ.), Πλάτ. Ἀξ. 369Ε, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 16. ΙΙ. εἰσάγω ἀμοιβαίως εἰς ὑπούργημά τι, εἰς ἐπαρχίας καὶ στρατεύματα καὶ δυνάμεις ἀλλήλους ἀντεισαγόντων Πλουτ. Καῖσ. 14.

Greek Monolingual

ἀντεισάγω (AM)
εισάγω κάτι αντί άλλου, αντικαθιστώ
αρχ.
τοποθετώ με τη σειρά μου κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα.

Greek Monotonic

ἀντεισάγω: μέλ. -ξω,
I. εισάγω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Δημ.
II. ανεβάζω σε αξίωμα διαδοχικά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

I. to introduce instead, substitute, Dem.
II. to bring into office in turn, Plut.