ἀντεπιγράφω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(1a)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antepigrafo
|Transliteration C=antepigrafo
|Beta Code=a)ntepigra/fw
|Beta Code=a)ntepigra/fw
|Definition=<b class="b3">[ᾰ</b>], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">write</b> something <b class="b2">instead</b>, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. <span class="bibl">D.22.72</span>:—Med., <b class="b3">-εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα</b> <b class="b2">put their own</b> names <b class="b2">instead of the other party to</b> the victory, i.e. <b class="b2">claim</b> it, <span class="bibl">Plb.18.34.2</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], [[write]] something [[instead]], καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. D.22.72:—Med., <b class="b3">-εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα</b> [[put their own]] names [[instead of the other party to]] the victory, i.e. [[claim]] it, Plb.18.34.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[escribir en lugar de]] καλὰ ... ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελὼν ὡς ἀσεβῆ ... ἀντεπιγέγραφεν D.22.72, cf. D.24.180, τὸ [[αὑτοῦ]] ὄνομα D.C.37.44.2<br /><b class="num"></b>en v. med. [[inscribirse en lugar de]] ἐπὶ τὸ νίκημα para la victoria</i> e.d. arrogarse la victoria</i> Plb.18.34.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.
}}
{{bailly
|btext=[[inscrire à la place de]], [[substituer une chose à une autre dans une inscription]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντεπιγράφομαι]] s'inscrire à la place de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιγράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιγράφω:''' [[записывать вместо]] (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ [[νίκημα]] Polyb. приписывать себе (чужую) победу.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεπιγράφω''': ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, [[ὅπερ]] ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν [[ἄλλος]] ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.
|lstext='''ἀντεπιγράφω''': ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, [[ὅπερ]] ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν [[ἄλλος]] ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.
}}
{{bailly
|btext=inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντεπιγράφομαι s’inscrire à la place de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιγράφω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[escribir en lugar de]] καλὰ ... ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελὼν ὡς ἀσεβῆ ... ἀντεπιγέγραφεν D.22.72, cf. D.24.180, τὸ [[αὑτοῦ]] ὄνομα D.C.37.44.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[inscribirse en lugar de]] ἐπὶ τὸ νίκημα para la victoria</i> e.d. arrogarse la victoria</i> Plb.18.34.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεπιγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[κάτι]] αντί άλλου, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντεπιγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[κάτι]] αντί άλλου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιγράφω:''' записывать вместо (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ [[νίκημα]] Polyb. приписывать себе (чужую) победу.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[write]] [[something]] [[instead]], Dem.
|mdlsjtxt=to [[write]] [[something]] [[instead]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιγράφω Medium diacritics: ἀντεπιγράφω Low diacritics: αντεπιγράφω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: antepigráphō Transliteration B: antepigraphō Transliteration C: antepigrafo Beta Code: a)ntepigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], write something instead, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. D.22.72:—Med., -εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα put their own names instead of the other party to the victory, i.e. claim it, Plb.18.34.2.

Spanish (DGE)

escribir en lugar de καλὰ ... ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελὼν ὡς ἀσεβῆ ... ἀντεπιγέγραφεν D.22.72, cf. D.24.180, τὸ αὑτοῦ ὄνομα D.C.37.44.2
en v. med. inscribirse en lugar de ἐπὶ τὸ νίκημα para la victoria e.d. arrogarse la victoria Plb.18.34.2.

German (Pape)

[Seite 247] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ νίκημα, d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.

French (Bailly abrégé)

inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;
Moy. ἀντεπιγράφομαι s'inscrire à la place de.
Étymologie: ἀντί, ἐπιγράφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιγράφω: записывать вместо (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα Polyb. приписывать себе (чужую) победу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιγράφω: ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, ὅπερ ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ νίκημα, τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν ἄλλος ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.

Greek Monolingual

ἀντεπιγράφω (Α)
1. επιγράφω κάτι στη θέση άλλου που εξάλειψα
2. (-ομαι)
οικειοποιούμαι κάτι που ανήκει σε άλλον.

Greek Monotonic

ἀντεπιγράφω: μέλ. -ψω, γράφω κάτι αντί άλλου, σε Δημ.

Middle Liddell

to write something instead, Dem.