ἀνεψιαδοῦς: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepsiadoys | |Transliteration C=anepsiadoys | ||
|Beta Code=a)neyiadou=s | |Beta Code=a)neyiadou=s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[first cousin's son]], Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of [[second cousins]], acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hijo de primo o prima carnal]], [[primo segundo]] Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, <i>SB</i> 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[sobrino segundo]] según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς [[ἀνεψιαδοῦς]] D.45.54. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin issu de germains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεψιός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[cousin issu de germains]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεψιός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>Sohn eines Geschwisterkindes</i>, s. Dem. 45.54; <i>B.A</i>. 401 aus com. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' οῦ ὁ [[двоюродный племянник]] Dem. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνεψιᾰδοῦς''': -οῦ, ὁ, ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. Ὁ [[τύπος]] ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἀνεψιαδοῦς, ο (Α)<br />ο [[γιος]] πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανεψιά]] <span style="color: red;">+</span> (μεθομηρική κατάλ.) -<i>ιδούς</i>, που εμπεριέχει την [[έννοια]] της εξάρτησης, του υποκορισμού (-<i>ιδ</i>-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -<i>ιδούς</i> δηλώνουν [[είτε]] τα [[παιδιά]] [[μέσα]] στην [[οικογένεια]], [[είτε]] τα μικρά των ζώων. Πρβλ. [[αδελφιδούς]], [[θυγατριδούς]], <i>υιδούς</i> κ.λπ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] του πρώτου ξαδέρφου ή ο [[δεύτερος]] [[ξάδερφος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] του πρώτου ξαδέρφου ή ο [[δεύτερος]] [[ξάδερφος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=a [[first]]-[[cousin]]'s son, or [[second]] [[cousin]], Dem. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[second cousin]] | |woodrun=[[second cousin]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
οῦ, ὁ, first cousin's son, Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of second cousins, acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54.
Spanish (DGE)
(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hijo de primo o prima carnal, primo segundo Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, SB 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.
2 sobrino segundo según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς ἀνεψιαδοῦς D.45.54.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cousin issu de germains.
Étymologie: ἀνεψιός.
German (Pape)
ὁ, Sohn eines Geschwisterkindes, s. Dem. 45.54; B.A. 401 aus com.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεψιᾰδοῦς: οῦ ὁ двоюродный племянник Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεψιᾰδοῦς: -οῦ, ὁ, ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. Ὁ τύπος ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ.
Greek Monolingual
ἀνεψιαδοῦς, ο (Α)
ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) -ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού (-ιδ-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -ιδούς δηλώνουν είτε τα παιδιά μέσα στην οικογένεια, είτε τα μικρά των ζώων. Πρβλ. αδελφιδούς, θυγατριδούς, υιδούς κ.λπ.].
Greek Monotonic
ἀνεψιᾰδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος του πρώτου ξαδέρφου ή ο δεύτερος ξάδερφος, σε Δημ.
Middle Liddell
a first-cousin's son, or second cousin, Dem.