ἀπαυθαδίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apafthadizomai
|Transliteration C=apafthadizomai
|Beta Code=a)pauqadi/zomai
|Beta Code=a)pauqadi/zomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[speak]] or [[act boldly]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>37a</span>; freq. in late Prose, in bad sense, <span class="bibl">Ph.2.441</span>; μέχρι παντός <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.11</span>, cf. Plu.2.766c, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>10.131d</span>,135a, <span class="bibl">23.290c</span>.</span>
|Definition=[[speak]] or [[act boldly]], Pl.''Ap.''37a; freq. in late Prose, in bad sense, Ph.2.441; μέχρι παντός J.''BJ''3.7.11, cf. Plu.2.766c, Them.''Or.''10.131d,135a, 23.290c.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[atreverse a hacer]], [[realizar osadamente]] ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.<i>Im</i>.1.10, τοιοῦτόν τι <i>POxy</i>.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.<i>Or</i>.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.<i>Goth</i>.4.32.29.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ser demasiado osado, descarado, insolente]] Pl.<i>Ap</i>.37a, Ph.2.441, <i>BGU</i> 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.<i>BI</i> 3.179, Them.<i>Or</i>.10.131d, 135a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. <b class="b2">Lob.</b> a. a. O.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. <b class="b2">Lob.</b> a. a. O.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαυθᾱδίζομαι''': ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο [[τύπος]] ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ [[ἐνιαχοῦ]] ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être arrogant <i>ou</i> présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐθαδίζομαι]].
|btext=être arrogant <i>ou</i> présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐθαδίζομαι]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[atreverse a hacer]], [[realizar osadamente]] ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.<i>Im</i>.1.10, τοιοῦτόν τι <i>POxy</i>.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.<i>Or</i>.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.<i>Goth</i>.4.32.29.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ser demasiado osado, descarado, insolente]] Pl.<i>Ap</i>.37a, Ph.2.441, <i>BGU</i> 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.<i>BI</i> 3.179, Them.<i>Or</i>.10.131d, 135a.
|elrutext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' [[быть самоуверенным]], [[самонадеянно говорить]] Plat., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαυθᾱδίζομαι''': ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο [[τύπος]] ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ [[ἐνιαχοῦ]] ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] παράτολμα, με [[θράσος]], [[μιλώ]] με [[παρρησία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] παράτολμα, με [[θράσος]], [[μιλώ]] με [[παρρησία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' [[быть самоуверенным]], [[самонадеянно говорить]] Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[speak]] or act [[boldly]], [[speak]] out, Plat.
|mdlsjtxt=Mid. to [[speak]] or act [[boldly]], [[speak]] out, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυθᾱδίζομαι Medium diacritics: ἀπαυθαδίζομαι Low diacritics: απαυθαδίζομαι Capitals: ΑΠΑΥΘΑΔΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apauthadízomai Transliteration B: apauthadizomai Transliteration C: apafthadizomai Beta Code: a)pauqadi/zomai

English (LSJ)

speak or act boldly, Pl.Ap.37a; freq. in late Prose, in bad sense, Ph.2.441; μέχρι παντός J.BJ3.7.11, cf. Plu.2.766c, Them.Or.10.131d,135a, 23.290c.

Spanish (DGE)

1 tr. atreverse a hacer, realizar osadamente ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.Im.1.10, τοιοῦτόν τι POxy.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.Or.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.Goth.4.32.29.
2 intr. ser demasiado osado, descarado, insolente Pl.Ap.37a, Ph.2.441, BGU 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.BI 3.179, Them.Or.10.131d, 135a.

German (Pape)

[Seite 282] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. Lob. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

être arrogant ou présomptueux.
Étymologie: ἀπό, αὐθαδίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυθᾱδίζομαι: быть самоуверенным, самонадеянно говорить Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυθᾱδίζομαι: ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο τύπος ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ ἐνιαχοῦ ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.

Greek Monotonic

ἀπαυθᾱδίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· μιλώ ή ενεργώ παράτολμα, με θράσος, μιλώ με παρρησία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Mid. to speak or act boldly, speak out, Plat.