ἀξιόνικος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(13_5) |
m (Text replacement - "werth" to "wert") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aksionikos | |Transliteration C=aksionikos | ||
|Beta Code=a)cio/nikos | |Beta Code=a)cio/nikos | ||
|Definition= | |Definition=ἀξιόνικον, [[worthy of victory]], [[worthy of being preferred]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.5.10: c. inf., <b class="b3">-ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος</b> [[more worthy]] to hold this supremacy, [[Herodotus|Hdt.]]7.187, cf.9.26: Sup., Luc. ''Anach.''36. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀξιόνῑκος) -ον<br /><b class="num">I</b> [[que merece el triunfo]] Cratin.73.2Au., τίς γε [[ἀσκητής]] X.<i>Cyr</i>.1.5.10, ἀξιονικότατον [[ἕκαστος]] αὑτὸν ἀπεργάζεται Luc.<i>Anach</i>.36, ἵπποι D.C.59.17.5, ἀγών Longin.13.4<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[digno de]] ἀ. ... ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος Hdt.7.187, ἀξιονικότεροί εἰμεν Ἀθηναίων ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν somos más dignos que los atenienses de ocupar este lugar</i> Hdt.9.26.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma que merece la victoria]], <i>Didyma</i> 194.12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] ([[νίκη]]), | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0270.png Seite 270]] ([[νίκη]]), wert zu siegen, zum Siege tüchtig, [[ἀθλητής]] Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ [[κράτος]], wert vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />digne de vaincre ; <i>abs.</i> digne de.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[νίκη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξιόνῑκος:'''<br /><b class="num">1</b> [[достойный побеждать]], [[победоносный]] ([[ἀθλητής]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[достойный]], [[заслуживающий]] (ἀξιονικότερος ἔχειν τι Her.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀξιόνῑκος''': -ον, [[ἄξιος]], ἱκανὸς νὰ νικήσῃ, καὶ εἴ τίς γε ἀσκητὴς… [[ἀξιόνικος]] γενόμενος [[ἀναγώνιστος]] διατελέσειεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· μετ’ ἀπαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν... τοῦτο τὸ [[κράτος]], ἀξιώτερος, ἁρμοδιώτερος νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 7· 187, πρβλ. 9. 26. - Ἐπίρρ. -κως Ἀρέθας σ. 928. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀξιόνικος]], -ον (Α)<br />ο [[άξιος]] να νικήσει, ο [[ικανός]] να πετύχει σε [[κάτι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), [[άξιος]] προς [[νίκη]], σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν [[τοῦτο]] τὸ [[κράτος]], ο περισσότερο [[άξιος]] να κρατήσει την [[εξουσία]], σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νίκη]]<br />[[worthy]] of [[victory]], Xen.; c. inf., ἀξιονικότερος ἔχειν [[τοῦτο]] τὸ [[κράτος]] [[more]] [[worthy]] to [[hold]] [[this]] [[power]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 11 March 2024
English (LSJ)
ἀξιόνικον, worthy of victory, worthy of being preferred, X.Cyr.1.5.10: c. inf., -ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this supremacy, Hdt.7.187, cf.9.26: Sup., Luc. Anach.36.
Spanish (DGE)
(ἀξιόνῑκος) -ον
I que merece el triunfo Cratin.73.2Au., τίς γε ἀσκητής X.Cyr.1.5.10, ἀξιονικότατον ἕκαστος αὑτὸν ἀπεργάζεται Luc.Anach.36, ἵπποι D.C.59.17.5, ἀγών Longin.13.4
•c. inf. digno de ἀ. ... ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος Hdt.7.187, ἀξιονικότεροί εἰμεν Ἀθηναίων ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν somos más dignos que los atenienses de ocupar este lugar Hdt.9.26.
II adv. -ως de forma que merece la victoria, Didyma 194.12.
German (Pape)
[Seite 270] (νίκη), wert zu siegen, zum Siege tüchtig, ἀθλητής Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ κράτος, wert vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vaincre ; abs. digne de.
Étymologie: ἄξιος, νίκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιόνῑκος:
1 достойный побеждать, победоносный (ἀθλητής Xen.);
2 достойный, заслуживающий (ἀξιονικότερος ἔχειν τι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόνῑκος: -ον, ἄξιος, ἱκανὸς νὰ νικήσῃ, καὶ εἴ τίς γε ἀσκητὴς… ἀξιόνικος γενόμενος ἀναγώνιστος διατελέσειεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· μετ’ ἀπαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν... τοῦτο τὸ κράτος, ἀξιώτερος, ἁρμοδιώτερος νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 7· 187, πρβλ. 9. 26. - Ἐπίρρ. -κως Ἀρέθας σ. 928.
Greek Monolingual
ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀξιόνῑκος: -ον (νίκη), άξιος προς νίκη, σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος, ο περισσότερο άξιος να κρατήσει την εξουσία, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
νίκη
worthy of victory, Xen.; c. inf., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this power, Hdt.