τετρώβολος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "werth" to "wert") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1100.png Seite 1100]] vier Obolen schwer od. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1100.png Seite 1100]] vier Obolen schwer od. wert, s. Lob. Phryn. p. 549. 709, sprichwörtl. [[τετρώβολον]] τοῦτ' ἔστι, = πολυτίμητον, es ist theuer, Schol. Ar. Pax 254; vgl. Böckh ath. Staatsh. I p. 114. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 13:15, 11 March 2024
English (LSJ)
τετρώβολον,
A of four obols, τόκος IG12(5).860.29 (Tenos).
II as substantive τετρώβολον, τό, tetrobol, four-obol piece, τετρωβόλου τοῦτ' ἔστιν (as Kuster for τετρώβολον) Ar.Pax254, cf. Plb. 34.8.8, SIG982.15 (Pergam., ii B.C.), etc.; it was a soldier's daily pay, hence τετρωβόλου βίος a soldier's life, Paus.Gr.Fr.307; so in masc. τετρώβολος, of a common soldier, Men.Pk.203.
2 τετρώβολον, τό, weight of four obols, Dsc.4.159, Gal.12.628, etc.
German (Pape)
[Seite 1100] vier Obolen schwer od. wert, s. Lob. Phryn. p. 549. 709, sprichwörtl. τετρώβολον τοῦτ' ἔστι, = πολυτίμητον, es ist theuer, Schol. Ar. Pax 254; vgl. Böckh ath. Staatsh. I p. 114.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vaut, qui pèse 4 oboles.
Étymologie: τέσσαρες, ὀβολός.
Russian (Dvoretsky)
τετρώβολος: стоящий четыре обола Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τετρώβολος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀβολῶν ἀποτελούμενος, τόκος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. τετρώβολον, τό, νόμισμα ἔχον ἀξίαν τεσσάρων ὀβολῶν, τετρωβόλου ταῦτ’ ἔστιν (κατὰ τὸν Kuster ἀντὶ τετρώβολον τοῦτ’ ἔστι) Ἀριστοφ. Εἰρ. 254, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 1. 6, Πολύβ. 34. 8, 8, κλπ.· τὸ τετρώβολον ἦτο ὁ καθ’ ἡμέραν μισθὸς τοῦ στρατιώτου, ὅθεν τετρωβόλου βίος, στρατιώτου βίος, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1405. 29, πρβλ. τετρωβολίζω.
Greek Monolingual
-ον, ουδ. και τετραόβολον Α
1. αυτός που ανέρχεται σε τέσσερεις οβολούς («τὸ κεφάλαιον εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», επιγρ. Τήνου)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετρώβολος
απλός στρατιώτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρώβολον και τετραόβολον
νόμισμα που είχε αξία τεσσάρων οβολών και αντιστοιχούσε προς τα δύο τρίτα της δραχμής
4. φρ. «τετρωβόλου βίος» — ο στρατιωτικός βίος, επειδή ο απλός στρατιώτης είχε μισθό τεσσάρων οβολών (Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. πεντ-ώβολος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τετρώβολος: -ον (ὀβολός), αυτός που αποτελείται από τέσσερις οβολούς· τετρώβολον, τό, νόμισμα που έχει αξία τεσσάρων οβολών, καθημερινή αμοιβή στρατιώτου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τετρ-ώβολος, ον, [ὄβολος]
of four obols