καταλειτουργέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataleitourgeo
|Transliteration C=kataleitourgeo
|Beta Code=kataleitourge/w
|Beta Code=kataleitourge/w
|Definition=Att. καταλῃτουργέω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spend one's substance in bearing the public burdens</b>, <span class="bibl">D.36.39</span>:—Pass., prob. in <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>130</span> S. (= 29 T.); τὰ ἴδια πατρίδι Χρήματα <span class="title">BCH</span>44.91 (Lagina).</span>
|Definition=Att. [[καταλῃτουργέω]], [[spend]] one's [[substance]] in [[bear]]ing the [[public]] [[burden]]s, D.36.39:—Pass., prob. in Is.''Fr.''130 S. (= 29 T.); τὰ ἴδια πατρίδι Χρήματα ''BCH''44.91 (Lagina).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.
}}
{{bailly
|btext=[[καταλειτουργῶ]] :<br />[[dépenser tous ses biens pour le service de l'État]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λειτουργέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταλειτουργέω:''' атт. [[καταλῃτουργέω]] расходовать в порядке исполнения общественных обязанностей, тратить на общественные дела ([[πολλά]] Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλειτουργέω''': δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.
|lstext='''καταλειτουργέω''': δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dépenser tous ses biens pour le service de l’État.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λειτουργέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλειτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δαπανώ]] όλη μου την [[περιουσία]] στην [[ανάληψη]] δημοσίων υπηρεσιών (<i>λειτουργίαι</i>), σε Δημ.
|lsmtext='''καταλειτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δαπανώ]] όλη μου την [[περιουσία]] στην [[ανάληψη]] δημοσίων υπηρεσιών (<i>λειτουργίαι</i>), σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[spend]] all one's [[substance]] in [[bearing]] the [[public]] burdens (λειτουργίαἰ, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλειτουργέω Medium diacritics: καταλειτουργέω Low diacritics: καταλειτουργέω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: kataleitourgéō Transliteration B: kataleitourgeō Transliteration C: kataleitourgeo Beta Code: kataleitourge/w

English (LSJ)

Att. καταλῃτουργέω, spend one's substance in bearing the public burdens, D.36.39:—Pass., prob. in Is.Fr.130 S. (= 29 T.); τὰ ἴδια πατρίδι Χρήματα BCH44.91 (Lagina).

German (Pape)

[Seite 1359] durch Liturgien, bei Verwalten von Staatsämtern u. Lasten aufwenden, verbrauchen, πολλὰ καταλελειτουργηκώς Dem. 36, 39.

French (Bailly abrégé)

καταλειτουργῶ :
dépenser tous ses biens pour le service de l'État.
Étymologie: κατά, λειτουργέω.

Russian (Dvoretsky)

καταλειτουργέω: атт. καταλῃτουργέω расходовать в порядке исполнения общественных обязанностей, тратить на общественные дела (πολλά Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

καταλειτουργέω: δαπανῶ ἅπασαν τὴν περιουσίαν μου εἰς τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας (λειτουργίας), Ἰσαῖ. 108. 29, Δημ. 956. 20· πρβλ. κατὰ E. VI.

Greek Monotonic

καταλειτουργέω: μέλ. -ήσω, δαπανώ όλη μου την περιουσία στην ανάληψη δημοσίων υπηρεσιών (λειτουργίαι), σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to spend all one's substance in bearing the public burdens (λειτουργίαἰ, Dem.