καινοποιέω: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(nl) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainopoieo | |Transliteration C=kainopoieo | ||
|Beta Code=kainopoie/w | |Beta Code=kainopoie/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> pf. κεκαινοποίηκα Plb.4.2.4:—[[make new]], [[renew]], τὴν θεραπείαν Id.15.25.17; <b class="b3">κ. ἐλπίδας</b> [[gives new life to]] hopes, Id.3.70.11; <b class="b3">κ. τά τινος ἁμαρτήματα</b> [[renew the memory of]]…, Id.30.4.17:—Pass., ἐκαινοποιήθη τὰ τῆς ὀργῆς Id.21.31.3, cf. 11.4.5, 31.28.9; of a plaster, Philum.''Ven.''7.9.<br><span class="bld">II</span> [[make changes]], [[innovate]], <b class="b3">πολλὰ κ.</b> [ἡ τύχη] Plb.1.4.5, etc.: abs., Luc.''Prom.Es''3, etc.:—Pass., <b class="b3">τί καινοποιηθὲν λέγεις</b>; what [[new-fangled]], [[strange]] words are these? S. -Tr.873, cf. Plb.9.2.4; <b class="b3">τὰ καινοποιηθέντα</b> [[innovations]], ''OGI''669.44 (Egypt, i A. D.), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237 viii 42 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1294.png Seite 1294]] neu machen, erneuern; τί δὲ καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. Tr. 870; πολλὰ καινοποιεῖ ἡ [[τύχη]] Pol. 1, 4, 5, öfter; τὸν πόλεμον, erneuern, 11, 5, 5, wie D. Sic. 16, 80. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1294.png Seite 1294]] neu machen, erneuern; τί δὲ καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. Tr. 870; πολλὰ καινοποιεῖ ἡ [[τύχη]] Pol. 1, 4, 5, öfter; τὸν πόλεμον, erneuern, 11, 5, 5, wie D. Sic. 16, 80. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=[[καινοποιῶ]] :<br />faire du nouveau, innover ; <i>Pass.</i> τί καινοποιηθὲν λέγεις ; SOPH que s'est-il passé de nouveau ? que veux-tu dire ?<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καινοποιέω [[[καινός]], [[ποιέω]]] vernieuwen:; καινοποιεῖν εἱλόμην ik heb voor vernieuwing gekozen Luc. 22.18; pass.: τί καινοποιηθὲν λέγεις; welk nieuw bericht heb je te vertellen? Soph. Tr. 873. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''καινοποιέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обновлять]], [[возобновлять]] (πόλεμον Polyb.; ἀναλαμβάνειν καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[воскрешать]] (ἐλπίδας Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[воскрешать в памяти]], [[вспоминать]] (τὰ ἁμαρτήματά τινος Polyb.);<br /><b class="num">4</b> [[создавать новое]], [[впервые производить]] ([[πολλά]] Polyb.): τί καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. что, говоришь ты, стряслось нового? | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καινοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω καινούριο, [[εισάγω]] καινούρια πράγματα, [[φέρνω]] αλλαγές, [[νεωτερίζω]], [[καινοτομώ]], σε Λουκ. — Παθ., <i>τί καινοποιηθὲν λέγεις;</i> τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ. | |lsmtext='''καινοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω καινούριο, [[εισάγω]] καινούρια πράγματα, [[φέρνω]] αλλαγές, [[νεωτερίζω]], [[καινοτομώ]], σε Λουκ. — Παθ., <i>τί καινοποιηθὲν λέγεις;</i> τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καινοποιέω''': πρκμ. κεκαινοποίηκα Πολύβ. 4. 2, 4· - [[κάμνω]] νέον, ἀνανεώνω, πόλεμον Πολύβ. 11. 5, 5· τὰ τῆς ὀργῆς ὁ αὐτ. 22. 14, 3· [[καινοποιέω]] ἐλπίδας, δίδω νέαν ζωὴν εἰς τὰς ἐλπίδας, ὁ αὐτ. 70, 11· καινοποιῶ τά τινος ἁμαρτήματα, ἀνανεώνω τὴν μνήμην αὐτῶν, ὁ αὐτ. 30. 4, 17, πρβλ. 32. 14, 9, κτλ. ΙΙ. [[κάμνω]] ἢ [[παράγω]] νέα πράγματα, [[κάμνω]] μεταβολάς, καινοτομῶ, πολλὰ καινοποιεῖ ἡ [[τύχη]] ὁ αὐτ. 1. 4, 5, κτλ.· ἀπολ., εἰ καινοποιεῖν δοκοίην Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 3, κτλ. - Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί νέον [[δυστύχημα]] ἔχεις ν’ ἀναγγείλῃς; Σοφ. Τρ. 873, πρβλ. Πολύβ. 9. 2, 4· τὰ καινοποιηθέντα, τὰ ἀνανεωθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 44. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «κεκαινοπεποιημένοι... τουτέστιν ὑγιεῖς», [[ἔνθα]] διορθωτέον κεκαινοποιημένοι. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=καινο-[[ποιέω]], fut. -ήσω<br />to make new, to [[bring]] [[about]] new things, to make changes, [[innovate]], Luc.:—Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; [[what]] new-fangled, [[strange]] words art thou using? Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[innovate]]=== | ||
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: [[vernieuwen]]; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: [[innover]]; German: [[innovieren]], [[erneuern]], [[neuern]]; Greek: [[καινοτομώ]]; Ancient Greek: [[ἐπικαινοτομέω]], [[καινίζω]], [[καινοδοξέω]], [[καινοποιέω]], [[καινοτομέω]], [[καινουργέω]], [[νεοπραγέω]], [[νεωτερίζω]], [[προσκαινουργέω]]; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: [[innovare]]; Norwegian: fornye; Portuguese: [[inovar]]; Slovak: inovovať; Spanish: [[innovar]]; Swedish: förnya | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:32, 16 March 2024
English (LSJ)
A pf. κεκαινοποίηκα Plb.4.2.4:—make new, renew, τὴν θεραπείαν Id.15.25.17; κ. ἐλπίδας gives new life to hopes, Id.3.70.11; κ. τά τινος ἁμαρτήματα renew the memory of…, Id.30.4.17:—Pass., ἐκαινοποιήθη τὰ τῆς ὀργῆς Id.21.31.3, cf. 11.4.5, 31.28.9; of a plaster, Philum.Ven.7.9.
II make changes, innovate, πολλὰ κ. [ἡ τύχη] Plb.1.4.5, etc.: abs., Luc.Prom.Es3, etc.:—Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; what new-fangled, strange words are these? S. -Tr.873, cf. Plb.9.2.4; τὰ καινοποιηθέντα innovations, OGI669.44 (Egypt, i A. D.), cf. POxy.237 viii 42 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1294] neu machen, erneuern; τί δὲ καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. Tr. 870; πολλὰ καινοποιεῖ ἡ τύχη Pol. 1, 4, 5, öfter; τὸν πόλεμον, erneuern, 11, 5, 5, wie D. Sic. 16, 80.
French (Bailly abrégé)
καινοποιῶ :
faire du nouveau, innover ; Pass. τί καινοποιηθὲν λέγεις ; SOPH que s'est-il passé de nouveau ? que veux-tu dire ?
Étymologie: καινός, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοποιέω [καινός, ποιέω] vernieuwen:; καινοποιεῖν εἱλόμην ik heb voor vernieuwing gekozen Luc. 22.18; pass.: τί καινοποιηθὲν λέγεις; welk nieuw bericht heb je te vertellen? Soph. Tr. 873.
Russian (Dvoretsky)
καινοποιέω:
1 обновлять, возобновлять (πόλεμον Polyb.; ἀναλαμβάνειν καὶ κ. Plut.);
2 воскрешать (ἐλπίδας Polyb.);
3 воскрешать в памяти, вспоминать (τὰ ἁμαρτήματά τινος Polyb.);
4 создавать новое, впервые производить (πολλά Polyb.): τί καινοποιηθὲν λέγεις; Soph. что, говоришь ты, стряслось нового?
Greek Monotonic
καινοποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω καινούριο, εισάγω καινούρια πράγματα, φέρνω αλλαγές, νεωτερίζω, καινοτομώ, σε Λουκ. — Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί καινούριες, παράδοξες λέξεις μεταχειρίζεσαι; σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καινοποιέω: πρκμ. κεκαινοποίηκα Πολύβ. 4. 2, 4· - κάμνω νέον, ἀνανεώνω, πόλεμον Πολύβ. 11. 5, 5· τὰ τῆς ὀργῆς ὁ αὐτ. 22. 14, 3· καινοποιέω ἐλπίδας, δίδω νέαν ζωὴν εἰς τὰς ἐλπίδας, ὁ αὐτ. 70, 11· καινοποιῶ τά τινος ἁμαρτήματα, ἀνανεώνω τὴν μνήμην αὐτῶν, ὁ αὐτ. 30. 4, 17, πρβλ. 32. 14, 9, κτλ. ΙΙ. κάμνω ἢ παράγω νέα πράγματα, κάμνω μεταβολάς, καινοτομῶ, πολλὰ καινοποιεῖ ἡ τύχη ὁ αὐτ. 1. 4, 5, κτλ.· ἀπολ., εἰ καινοποιεῖν δοκοίην Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 3, κτλ. - Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί νέον δυστύχημα ἔχεις ν’ ἀναγγείλῃς; Σοφ. Τρ. 873, πρβλ. Πολύβ. 9. 2, 4· τὰ καινοποιηθέντα, τὰ ἀνανεωθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 44. - Κατὰ Σουΐδ. «κεκαινοπεποιημένοι... τουτέστιν ὑγιεῖς», ἔνθα διορθωτέον κεκαινοποιημένοι.
Middle Liddell
καινο-ποιέω, fut. -ήσω
to make new, to bring about new things, to make changes, innovate, Luc.:—Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; what new-fangled, strange words art thou using? Soph.
Translations
innovate
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya