ὑποφθονέω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(6_1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypofthoneo
|Transliteration C=ypofthoneo
|Beta Code=u(pofqone/w
|Beta Code=u(pofqone/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feel secret envy at</b>, τινι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.13</span>; <b class="b3">Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει</b> (v.l. [[ὑπό τι ἐφθόνει]]) <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span> 4.1.13</span>.</span>
|Definition=[[feel secret envy at]], τινι X.''HG''3.2.13; <b class="b3">Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑπό τι ἐφθόνει]]) Id.''Cyr.'' 4.1.13.
}}
{{bailly
|btext=[[ὑποφθονῶ]] :<br />être un peu <i>ou</i> secrètement jaloux de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόφθονος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[wenig]] [[beneiden]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 4.1.13, [[dubia lectio|l.d.]]
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφθονέω:''' [[немного или втайне завидовать]]: ὑ. τινί τινις Xen. завидовать кому-л. в чем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφθονέω''': [[αἰσθάνομαι]] κρύφιον φθόνον [[πρός]] τινα, ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13· Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, [[ὥσπερ]] ὑπεφθόνει (ἕτεροι ὑπό τι ἐφθόνει) ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 1, 13.
|lstext='''ὑποφθονέω''': [[αἰσθάνομαι]] κρύφιον φθόνον [[πρός]] τινα, ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13· Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, [[ὥσπερ]] ὑπεφθόνει (ἕτεροι ὑπό τι ἐφθόνει) ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 1, 13.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφθονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αισθάνομαι]] [[κρυφή]] ζήλια για κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[feel]] [[secret]] [[envy]] at, τινί Xen.
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθονέω Medium diacritics: ὑποφθονέω Low diacritics: υποφθονέω Capitals: ΥΠΟΦΘΟΝΕΩ
Transliteration A: hypophthonéō Transliteration B: hypophthoneō Transliteration C: ypofthoneo Beta Code: u(pofqone/w

English (LSJ)

feel secret envy at, τινι X.HG3.2.13; Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (v.l. ὑπό τι ἐφθόνει) Id.Cyr. 4.1.13.

French (Bailly abrégé)

ὑποφθονῶ :
être un peu ou secrètement jaloux de, τινι.
Étymologie: ὑπόφθονος.

German (Pape)

ein wenig beneiden, Xen. Cyr. 4.1.13, l.d.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφθονέω: немного или втайне завидовать: ὑ. τινί τινις Xen. завидовать кому-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθονέω: αἰσθάνομαι κρύφιον φθόνον πρός τινα, ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13· Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (ἕτεροι ὑπό τι ἐφθόνει) ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 1, 13.

Greek Monotonic

ὑποφθονέω: μέλ. -ήσω, αισθάνομαι κρυφή ζήλια για κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to feel secret envy at, τινί Xen.