σπαργανόω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sparganoo
|Transliteration C=sparganoo
|Beta Code=spargano/w
|Beta Code=spargano/w
|Definition== [[σπάργω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swaddle]], [[wrap in swaddling-clothes]], [[swathe]], [[wrap]] in [[σπάργανα]] (whether 1.1 or 1.2), <b class="b3">σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα</b>] <span class="bibl">E.</author
|Definition== [[σπάργω]], [[swaddle]], [[wrap in swaddling-clothes]], [[swathe]], [[wrap]] in [[σπάργανα]] (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E. ''Ion'' 955 ; [[swathe]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 584b4, Sor. 1.83, al. ; ''metaph'', Clearch. ''Fr.'' 26 ; θρίοισι ταύτην (''[[sc.]]'' τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Sotad.Com. 1.28 ; ἀχύροις σ. [τὴν χιόνα] Plu. 2.691c ; — Pass., Hp. ''Aër.'' 20, ''Fract.'' 22 ; βρέφος ἐσπαργανωμένον Ev. Luc. 2.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0917.png Seite 917]] einwindeln, einwickeln; σπαργανώσαντες πέπλοις, sc. τὸν παῖδα, Eur. Ion 955; ἐρίοις τι, Arist. H. A. 7, 4; παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις, Ath. VI, 258 a, u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0917.png Seite 917]] einwindeln, einwickeln; σπαργανώσαντες πέπλοις, ''[[sc.]]'' τὸν παῖδα, Eur. Ion 955; ἐρίοις τι, Arist. H. A. 7, 4; παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις, Ath. VI, 258 a, u. sonst.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σπαργᾰνόω''': ὡς τὸ [[σπάργω]] (ὃ ἴδε), [[περιτυλίσσω]] ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.
|btext=[[σπαργανῶ]] :<br />[[envelopper de langes]], [[emmaillotter]].<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπαργανόω [σπάργανον] [[in windsels inwikkelen]], [[inbakeren]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />envelopper de langes, emmaillotter.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
|elrutext='''σπαργᾰνόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[завертывать в пеленки]], [[пеленать]] (πέπλοις, ''[[sc.]]'' τὸν παῖδα Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[заворачивать]], [[окутывать]] (τινὰ τῇ πορφύρᾳ, ἀχύροις τὴν χιόνα Plut.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σπαργᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, όπως το [[σπάργω]], [[τυλίγω]] στις φασκιές, [[φασκιώνω]], [[σπαργανώνω]], σε Ευρ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>ἐσπαργανωμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σπαργᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, όπως το [[σπάργω]], [[τυλίγω]] στις φασκιές, [[φασκιώνω]], [[σπαργανώνω]], σε Ευρ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>ἐσπαργανωμένος</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπαργᾰνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> завертывать в пеленки, пеленать (πέπλοις, sc. τὸν παῖδα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> заворачивать, окутывать (τινὰ τῇ πορφύρᾳ, ἀχύροις τὴν χιόνα Plut.).
|lstext='''σπαργᾰνόω''': ὡς τὸ [[σπάργω]] (ὃ ἴδε), [[περιτυλίσσω]] ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.
}}
{{elnl
|elnltext=σπαργανόω [σπάργανον] in windsels inwikkelen, inbakeren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 21:43, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαργᾰνόω Medium diacritics: σπαργανόω Low diacritics: σπαργανόω Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΟΩ
Transliteration A: sparganóō Transliteration B: sparganoō Transliteration C: sparganoo Beta Code: spargano/w

English (LSJ)

= σπάργω, swaddle, wrap in swaddling-clothes, swathe, wrap in σπάργανα (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E. Ion 955 ; swathe, Arist.HA 584b4, Sor. 1.83, al. ; metaph, Clearch. Fr. 26 ; θρίοισι ταύτην (sc. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Sotad.Com. 1.28 ; ἀχύροις σ. [τὴν χιόνα] Plu. 2.691c ; — Pass., Hp. Aër. 20, Fract. 22 ; βρέφος ἐσπαργανωμένον Ev. Luc. 2.12.

German (Pape)

[Seite 917] einwindeln, einwickeln; σπαργανώσαντες πέπλοις, sc. τὸν παῖδα, Eur. Ion 955; ἐρίοις τι, Arist. H. A. 7, 4; παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις, Ath. VI, 258 a, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

σπαργανῶ :
envelopper de langes, emmaillotter.
Étymologie: σπάργανον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαργανόω [σπάργανον] in windsels inwikkelen, inbakeren.

Russian (Dvoretsky)

σπαργᾰνόω:
1 завертывать в пеленки, пеленать (πέπλοις, sc. τὸν παῖδα Eur.);
2 заворачивать, окутывать (τινὰ τῇ πορφύρᾳ, ἀχύροις τὴν χιόνα Plut.).

English (Strong)

from sparganon (a strip; from a derivative of the base of σπαράσσω meaning to strap or wrap with strips); to swathe (an infant after the Oriental custom): wrap in swaddling clothes.

English (Thayer)

σπαργάνω: 1st aorist ἐσπαργάνωσα; perfect passive participle ἐσπαργανωμενος: (σπραγανον a swathing band); to wrap in swaddling-clothes: an infant just born, Euripides, Aristotle), Hippocrates, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

σπαργᾰνόω: μέλ. -ώσω, όπως το σπάργω, τυλίγω στις φασκιές, φασκιώνω, σπαργανώνω, σε Ευρ. — Παθ., μτχ. παρακ., ἐσπαργανωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σπαργᾰνόω: ὡς τὸ σπάργω (ὃ ἴδε), περιτυλίσσω ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.

Middle Liddell

[from σπάργᾰνον] like σπάργω
to wrap in swaddling-clothes, swathe, Eur.:—Pass., perf. part. ἐσπαργανωμένος NTest.

Chinese

原文音譯:sparganÒw 士爬而瓜挪哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:用布纏裹 相當於: (חָתַל‎)
字義溯源:裹緊,用布包起來,包著布;源自(σπαράσσω)X*=布片條),而 (σπαράσσω)X出自(σπαράσσω)=撕裂), (σπαράσσω)又出自(σπάω)*=抽,拉)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 包著布(1) 路2:12;
2) 用布包起來(1) 路2:7