σμύρις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smyris
|Transliteration C=smyris
|Beta Code=smu/ris
|Beta Code=smu/ris
|Definition=ιδος, ἡ, [[emery powder]], used by lapidaries, Dsc.5.147; σμίρις [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. [[l.c.]], Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 [[sub verbo|s.v.]] [[λίθοι]]; [[σμιρίς]], ἡ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Aët.2.26; gen. σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. [[ζμιρριεῖα]]: —also [[σμιρίτης]] [ῑτ] λίθος, ὁ, [[LXX]] ''Jb.''41.7 ([[varia lectio|v.l.]] σμιριτος).
|Definition=ιδος, ἡ, [[emery powder]], used by lapidaries, Dsc.5.147; [[σμίρις]] [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. [[l.c.]], Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 [[sub verbo|s.v.]] [[λίθοι]]; [[σμιρίς]], ἡ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Aët.2.26; gen. σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. [[ζμιρριεῖα]]: —also [[σμιρίτης]] [ῑτ] [[λίθος]], ὁ, [[LXX]] ''Jb.''41.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[σμιρίτος]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] ἡ, der [[Smirgel]], ein hartes Eisenerz od. ein Korund, [[Diamantspath]], der als Sand auf dem Rade der [[Steinschleifer]] u. [[Steinschneider]] zum [[Abschleifen]] u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. [[σμίρις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] ἡ, der [[Smirgel]], ein hartes Eisenerz od. ein [[Korund]], [[Diamantspath]], der als Sand auf dem Rade der [[Steinschleifer]] u. [[Steinschneider]] zum [[Abschleifen]] u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. [[σμίρις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιδος, η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σμύριδα]].
|mltxt=η, / [[σμύρις]], -ιδος, ΝΜΑ, και [[σμύρη]] και [[λόγιος]] τ. [[σμύρις]] Ν, και [[σμίρις]], -ιδος και [[σμιρίς]], -ίδος, Α<br />[[ορυκτό]] οξείδιο του αργιλίου, που [[είναι]] ακάθαρτη [[ποικιλία]] του κορουνδίου, απαντά με τη [[μορφή]] πυκνών σκοτεινόχρωμων κοκκωδών ή συμπαγών μαζών, παρόμοιας εμφάνισης με τα σιδηρομεταλλεύματα, και χρησιμοποιείται ως λειαντικό ή στιλβωτικό υλικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ναξία [[σμύρις]]» — η άριστης ποιότητας [[σμύριδα]] που εξορύσσεται στα ορυχεία της Νάξου, όπου τα κοιτάσματά της [[είναι]] τα μεγαλύτερα στον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[σμύρις]] με το ρ. <i>σμῶ</i> «[[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η [[αναγωγή]] της στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smer</i>(<i>u</i>)- «[[πάχος]], [[λίπος]]» (<b>πρβλ.</b> [[μύρο]]) γεννά, επί [[πλέον]], και σημασιολογικά προβλήματα. Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 12:19, 20 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμύρις Medium diacritics: σμύρις Low diacritics: σμύρις Capitals: ΣΜΥΡΙΣ
Transliteration A: smýris Transliteration B: smyris Transliteration C: smyris Beta Code: smu/ris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, emery powder, used by lapidaries, Dsc.5.147; σμίρις v.l. in Dsc. l.c., Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 s.v. λίθοι; σμιρίς, ἡ, Hsch., Aët.2.26; gen. σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. ζμιρριεῖα: —also σμιρίτης [ῑτ] λίθος, ὁ, LXX Jb.41.7 (v.l. σμιρίτος).

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. σμίρις.

Greek (Liddell-Scott)

σμύρις: -ιδος. ἡ, κόνις πέτρας σκληρᾶς σιδηροχάλκου ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν οἱ λιθοξόοι καὶ τῶν πολυτίμων λίθων ἐργάται, Διοσκ. 5. 165· σμιρὶς παρ’ Ἡσυχ., ὃ ἴδε· - ὡσαύτως σμῠρίτης λίθος ὁ, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 7).

Greek Monolingual

η, / σμύρις, -ιδος, ΝΜΑ, και σμύρη και λόγιος τ. σμύρις Ν, και σμίρις, -ιδος και σμιρίς, -ίδος, Α
ορυκτό οξείδιο του αργιλίου, που είναι ακάθαρτη ποικιλία του κορουνδίου, απαντά με τη μορφή πυκνών σκοτεινόχρωμων κοκκωδών ή συμπαγών μαζών, παρόμοιας εμφάνισης με τα σιδηρομεταλλεύματα, και χρησιμοποιείται ως λειαντικό ή στιλβωτικό υλικό
νεοελλ.
φρ. «ναξία σμύρις» — η άριστης ποιότητας σμύριδα που εξορύσσεται στα ορυχεία της Νάξου, όπου τα κοιτάσματά της είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. σμύρις με το ρ. σμῶ «σφουγγίζω, καθαρίζω» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η αναγωγή της στην ΙΕ ρίζα smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. μύρο) γεννά, επί πλέον, και σημασιολογικά προβλήματα. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο].

Frisk Etymological English

(σμίρις), -ιδος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: emery-powder for abrading and polishing (Dsc., late medic.).
Derivatives: σμιρίτης λίθος m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (wr. ζμιρριεια) emery-powder (Imbros IIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Since long (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. medulla w. lit.) with μύρον (s. v.) connected wih a Germ.-Celt. word for grease, fatt in OHG. smero, OIr. smi(u)r etc.; not very convincing as to the factual matter. Also the frequent notation with ι remains hard to understand (vowelharmony?). Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 45 to σμάω, σμῆν; semantically to be preferrred; σμύρις then after μύρον? Furnée 366 takes the variation υ: ι as proof of Pre-Greek origin.

Frisk Etymology German

σμύρις: (σμίρις), -ιδος, -εως
{smúris}
Grammar: f.
Meaning: Schmirgel zum Abreiben und Polieren (Dsk., sp. Mediz.)
Derivative: mit σμιρίτης λίθος m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (geschr. ζμιρριεια) Schmirgel (Imbros IIa).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit langem (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. medulla m. Lit.) mit μύρον (s. d.) zu einem. germ.-kelt. Wort für Schmer, Fett in ahd. smero, air. smi(u)r usw. gezogen; sachlich nicht ganz befriedigend. Dabei bleibt auch die geläufige Schreibung mit ι schwerverständlich (Vokalharmonie?). Nach v. Blumenthal Hesychst. 45 zu σμάω, σμῆν; begrifflich gewiß vorzuziehen; σμύρις dann nach μύρον?
Page 2,751