πλάθανον: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλάθᾰνον:''' τό, [[varia lectio|v.l.]] [[πλαθάνη]] ἡ (λᾰ) доска или лист для печения | |elrutext='''πλάθᾰνον:''' τό, [[varia lectio|v.l.]] [[πλαθάνη]] ἡ (λᾰ) [[доска или лист для печения]] heocr. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:30, 21 March 2024
English (LSJ)
τό, dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.
German (Pape)
[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank.
Russian (Dvoretsky)
πλάθᾰνον: τό, v.l. πλαθάνη ἡ (λᾰ) доска или лист для печения heocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθεν ἡ δούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
Greek Monotonic
πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.
Meaning: cake mould, -form. (Theoc., Nic.).
Compounds: Synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.
Derivatives: -ανίτας ἄμυλος cake baked in a mould (Philox. 3, 17; not quite certain); πλαθ-ά f. image, εἰκών (Dor. in Plu.); synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word is most prob. Pre-Greek (πλαθ- cannot be made in IE, as it had no short a; so not to πλάσσω{{)}.
}}
Middle Liddell
πλᾰ́θᾰνον, ου, τό, πλατύς
a mould in which cakes were baked, Theocr.
Frisk Etymology German
πλάθανον: {pláthanon}
Grammar: n.
See also: s. πλάσσω.
Page 2,549
Mantoulidis Etymological
(=πλατιά σανίδα ἐπάνω στήν ὁποία πλάθουν, πλαστήρι). Ἀπό τό ἐπίθ. πλατύς, πού παράγεται ἀπό τό πλάτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ' ἄλλους ἀπό τό πλάσσω πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπό τό «πλάτς πλάτς» πού ἀκούεται στό πλάσιμο μαλακῶν ὑλῶν, ὅπως πηλοῦ, κεριοῦ, ψωμιοῦ.