ἀναιρετικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ἀναιρετική, ἀναιρετικόν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destructor]], [[aniquilador]] τὰ λυπηρά Arist.<i>Rh</i>.1386<sup>a</sup>6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.<i>Fr</i>.p.103, Iambl.<i>Myst</i>.5.11, Horap.2.35<br /><b class="num">•</b>de argumentos y doctrinas, Origenes <i>Cels</i>.5.24, Clem.Al.<i>Strom</i>.8.5.15<br /><b class="num">•</b>gram. [[neutralizador]] de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.<br /><b class="num">2</b> [[venenoso]], [[mortífero]] de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.<i>H.Laus</i>.18.10.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[que señala el fin de la vida]], [[mortal]] en el esquema del zodíaco, Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).235, Ptol.<i>Tetr</i>.3.11.2.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναιρετικῶς]] gram. [[negativamente]] op. [[θετικῶς]] del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα D.L.9.75.
|dgtxt=ἀναιρετική, ἀναιρετικόν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destructor]], [[aniquilador]] τὰ λυπηρά Arist.<i>Rh</i>.1386<sup>a</sup>6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.<i>Fr</i>.p.103, Iambl.<i>Myst</i>.5.11, Horap.2.35<br /><b class="num">•</b>de argumentos y doctrinas, Origenes <i>Cels</i>.5.24, Clem.Al.<i>Strom</i>.8.5.15<br /><b class="num">•</b>gram. [[neutralizador]] de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.<br /><b class="num">2</b> [[venenoso]], [[mortífero]] de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.<i>H.Laus</i>.18.10.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[que señala el fin de la vida]], [[mortal]] en el esquema del zodíaco, Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).235, Ptol.<i>Tetr</i>.3.11.2.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναιρετικῶς]] gram. [[negativamente]] op. [[θετικῶς]] del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ [[Χίμαιρα]] D.L.9.75.
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν subst. [[τὸ ἀναιρετικόν]] = [[fórmula para destruir]] ἐστὶ δὲ καὶ διάκοπος ... καὶ ἀναιρετικόν <b class="b3">es también fórmula para separar y destruir</b> P VII 430
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναιρετικός]], -ή, -όν) [[ἀναιρῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναίρεση]] ή την [[ανασκευή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ικανός]] για [[αναίρεση]] αποφάσεως, [[ακυρωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] για [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[δηλητηριώδης]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναιρετικός]], -ή, -όν) [[ἀναιρῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναίρεση]] ή την [[ανασκευή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ικανός]] για [[αναίρεση]] αποφάσεως, [[ακυρωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] για [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[δηλητηριώδης]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν subst. [[τὸ ἀναιρετικόν]] = [[fórmula para destruir]] ἐστὶ δὲ καὶ διάκοπος ... καὶ ἀναιρετικόν <b class="b3">es también fórmula para separar y destruir</b> P VII 430
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιρετικός Medium diacritics: ἀναιρετικός Low diacritics: αναιρετικός Capitals: ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anairetikós Transliteration B: anairetikos Transliteration C: anairetikos Beta Code: a)nairetiko/s

English (LSJ)

ἀναιρετική, ἀναιρετικόν,
A destructive, Arist.Rh.1386a6; ἀναιρετικὸς τινος Ph.Fr.103 H.; ἀναιρετικὸς ἀλλήλων = mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv. ἀναιρετικῶς = negatively D.L.9.75.
2 Astrol., having the nature of ἀναιρέτης ΙΙ, Ptol.Tetr.127.

Spanish (DGE)

ἀναιρετική, ἀναιρετικόν
I 1destructor, aniquilador τὰ λυπηρά Arist.Rh.1386a6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.Fr.p.103, Iambl.Myst.5.11, Horap.2.35
de argumentos y doctrinas, Origenes Cels.5.24, Clem.Al.Strom.8.5.15
gram. neutralizador de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.
2 venenoso, mortífero de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.H.Laus.18.10.
3 astrol. que señala el fin de la vida, mortal en el esquema del zodíaco, Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, Ptol.Tetr.3.11.2.
II adv. ἀναιρετικῶς gram. negativamente op. θετικῶς del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα D.L.9.75.

Léxico de magia

-όν subst. τὸ ἀναιρετικόν = fórmula para destruir ἐστὶ δὲ καὶ διάκοπος ... καὶ ἀναιρετικόν es también fórmula para separar y destruir P VII 430

German (Pape)

[Seite 189] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. ἀναιρετικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
destructif.
Étymologie: ἀναιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιρετικός:
1 уничтожающий, разрушительный (τινος Arst., Plut.);
2 смертельный (νοσήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) ἀναιρῶ
ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή
νεοελλ.
ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός
αρχ.
1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός
2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.