ἐπωφελέω: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epofeleo
|Transliteration C=epofeleo
|Beta Code=e)pwfele/w
|Beta Code=e)pwfele/w
|Definition=[[aid]], [[succour]], τινα S.''El.''578,''Ph.''905; τινὰ οὐδέν Id.''El.''1005, E.''Or.''955, cf. Ar.''Nu.'' 1442; τινι S.''OC''441, E.''Andr.''677: abs., Pl.''Lg.''843c; ἐν πολέμῳ Seleuc. ap. Ath.15.697d:—Pass., [[receive aid]], Phalar.''Ep.''137. —In S. ''OC''541 (lyr.), <b class="b3">ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ'..ἐπωφέλησα πόλεξς ἐξελέσθαι</b>, the Sch. takes [[ἐπωφέλησα]] as, = [[ὤφελον]], [[would that]] I never had received: -ήσας cj. Jebb.
|Definition=[[aid]], [[succour]], τινα S.''El.''578,''Ph.''905; τινὰ οὐδέν Id.''El.''1005, [[Euripides|E.]], ''[[Orestes|Or.]]''955, cf. Ar.''Nu.'' 1442; τινι S.''OC''441, E.''Andr.''677: abs., Pl.''Lg.''843c; ἐν πολέμῳ Seleuc. ap. Ath.15.697d:—Pass., [[receive aid]], Phalar.''Ep.''137. —In S. ''OC''541 (lyr.), <b class="b3">ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ'..ἐπωφέλησα πόλεξς ἐξελέσθαι</b>, the Sch. takes [[ἐπωφέλησα]] as, = [[ὤφελον]], [[would that]] I never had received: -ήσας cj. Jebb.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:10, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωφελέω Medium diacritics: ἐπωφελέω Low diacritics: επωφελέω Capitals: ΕΠΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: epōpheléō Transliteration B: epōpheleō Transliteration C: epofeleo Beta Code: e)pwfele/w

English (LSJ)

aid, succour, τινα S.El.578,Ph.905; τινὰ οὐδέν Id.El.1005, E., Or.955, cf. Ar.Nu. 1442; τινι S.OC441, E.Andr.677: abs., Pl.Lg.843c; ἐν πολέμῳ Seleuc. ap. Ath.15.697d:—Pass., receive aid, Phalar.Ep.137. —In S. OC541 (lyr.), ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ'..ἐπωφέλησα πόλεξς ἐξελέσθαι, the Sch. takes ἐπωφέλησα as, = ὤφελον, would that I never had received: -ήσας cj. Jebb.

German (Pape)

[Seite 1016] (dazu, dabei) helfen, nützen, beistehen, hülfreich sein, τινά, Soph. Phil. 893; Eur. Or. 955; τί δὴ ἐκ τούτων μ' ἐπωφελήσεις Ar. Nubb. 1442; so Plat. Legg. VIII, 843 c; Xen. Oec. 11, 9; – c. dat., οἱ δ' ἐπωφελεῖν τῷ πατρὶ δυνάμενοι Soph. O. C. 442; Eur. Andr. 676; – ἐδεξάμην δῶρον ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα πόλεως ἐξελέσθαι Soph. O. C. 540, einen Lohn habe ich empfangen, von dem ich wünschte, daß, ihn zu erlangen, ich niemals der Stadt möchte einen Dienst geleistet haben.

French (Bailly abrégé)

ἐπωφελῶ :
1 être utile à, aider, assister, secourir : τινα, τινι qqn ; τινά τι aider qqn en qch;
2 devoir, mériter de, inf..
Étymologie: ἐπί, ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωφελέω:
1 оказывать помощь, услугу, приносить пользу (τινα Soph. и τινι Soph., Eur.): δίδαξον τί μ᾽ ἐκ τούτων ἐπωφελήσεις Arph. расскажи, какую пользу ты мне этим принесешь; λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν οὐδ᾽ ἐπωφελεῖ Soph. (это) ни от чего нас не избавляет и ничем не помогает; τὸ ἐπωφελεῖν οὐδαμῇ ἅπαντος Plat. приносить пользу может отнюдь не всякий;
2 заслуживать (δῶρον πόλεως ἐξελέσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφελέω: ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., λαμβάνω βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην δῶρον, ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, εἴθε νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας λίαν βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν αὐτοῦ. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ καὶ τὸ παράρτημα ἐν σ. 278.

Greek Monotonic

ἐπωφελέω: μέλ. -ήσω,
I. ωφελώ, βοηθώ, ενισχύω ή συντρέχω, συνδράμω κάποιον σε κάτι, τινά τι, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπ. τινα, βοηθώ ή συντρέχω, στον ίδ.· επίσης, τινί, στον ίδ., Ευρ.
II. δῶρον, ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα ἐξελέσθαι, δώρο που ουδέποτε θα έπρεπε να είχα δεχθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to aid or succour one in a thing, τινά τι Soph., etc.; ἐπ. τινα to aid or succour, Soph.; also τινι Soph., Eur.
II. δῶρον, ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα ἐξελέσθαι a gift, which would that I never had received, Eur.