ἀγρότης: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agrotis
|Transliteration C=agrotis
|Beta Code=a)gro/ths
|Beta Code=a)gro/ths
|Definition=ου, ὁ, (ἀγρός) poet. word, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[countryman]], [[rustic]], ἀ. ἀνήρ <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1270</span>, cf. <span class="title">App.Anth.</span>4.20; <b class="b3">πάροινος ἀ</b>. ib.5.57. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ἄγρα) [[hunter]], οἰωνοί . . οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο <span class="bibl">Od.16.218</span>, cf. <span class="bibl">Alcm.23.8</span>; <b class="b3">ἀγρότα Πάν</b>, to whom <b class="b3">δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης</b> are offered, <span class="title">AP</span>6.13 (Leon.):—fem. ἀγρότις, νύμφη <span class="bibl">A.R.2.509</span>; <b class="b3">ἀ. κούρα</b>, i.e. Artemis, <span class="title">AP</span>6.111 (Antip.); <b class="b3">ἀ. αἰγανέη</b> ib.57 (Paul. Sil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> for <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>1002</span> v. [[ἀγρέτης]].</span>
|Definition=ἀγρότου, ὁ, ([[ἀγρός]]) ''poet.'' word,<br><span class="bld">A</span> [[countryman]], [[rustic]], ἀγρότης [[ἀνήρ]] [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1270, cf. ''App.Anth.''4.20; [[πάροινος]] ἀγρότης ib.5.57.<br><span class="bld">II</span> ([[ἄγρα]]) [[hunter]], οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; <b class="b3">ἀγρότα Πάν</b>, to whom <b class="b3">δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης</b> are offered, ''AP''6.13 (Leon.):—fem. [[ἀγρότις]], [[νύμφη]] A.R.2.509; ἀ. [[κούρα]], i.e. [[Artemis]], ''AP''6.111 (Antip.); ἀ. [[αἰγανέη]] ib.57 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">III</span> for [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1002 v. [[ἀγρέτης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. [[ἀγρότα]] <i>IApoll</i>.12, 14 (ambas heleníst.)<br /><b class="num">1</b> [[campesino]], <i>Od</i>.16.218, Aesop.226.3γ, ἀ. [[ἀνήρ]] E.<i>Or</i>.1270, <i>Par.Flor</i>.24, cf. <i>App.Anth</i>.5.57.<br /><b class="num">2</b> [[que vive en el campo]], [[agreste]] de Pan <i>AP</i> 6.13 (Leon.), epít. de Ártemis en Apolonia de Iliria <i>IApoll</i>.l.c., ἀγρόται· ἀγροῖκοι. ἢ θηρευταί Hsch.α 834.<br /><b class="num">3</b> [[que sirve para la caza]], [[cazador]] ἀ. [[πέρδιξ]] = <i>perdiz de reclamo</i> Simm.20.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0024.png Seite 24]] ὁ, Landmann, Hom. nur Odyss. 16, 218, im plur.; – adj. ἀγρ. [[ἀνήρ]] Eur. Or. 1256; [[ὄχλος]] Babr. 34; Πᾶν Anyt. 8 (Plan. 231). – Aesch. Pers. 963, l. d., Anfühler, Bloms. conj. ἀρχέται, Well. ἀγρέται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0024.png Seite 24]] ὁ, [[Landmann]], Hom. nur Odyss. 16, 218, im plur.; – adj. ἀγρ. [[ἀνήρ]] Eur. Or. 1256; [[ὄχλος]] Babr. 34; Πᾶν Anyt. 8 (Plan. 231). – Aesch. Pers. 963, l. d., [[Anfühler]], Bloms. conj. ἀρχέται, Well. ἀγρέται.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[campagnard]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρότης:'''<br /><b class="num">I</b> ου ὁ [[поселянин]], [[крестьянин]] Hom.<br /><b class="num">II</b> ου adj. m [[сельский]], [[деревенский]] ([[ἀνήρ]] Eur.; [[ὄχλος]] Babr.).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[ἀγρότης]]) (θηλ. Α [[ἀγρότις]], Ν [[ἀγρότισσα]])<br />αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, [[χωρικός]], [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγροτιά]], [[αγροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγροτοπατέρας]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀγρότης]], ο (Α) (θηλ. -τις) [[ἄγρα]]<br />[[κυνηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρότης''': -ου, ὁ, ([[ἀγρός]]) [[λέξις]] ποιητική, [[χωρικός]], τῶν ἀγρῶν [[ἄνθρωπος]]· ὡς ἐπίθ. ἀγρ. [[ἀνήρ]], Εὐρ. Ὀρ. 1270· [[πάροινος]] ἀγρ. ἐπὶ πράγματος ἀτόπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 311· ΙΙ. ([[ἄγρα]]) = [[ἀγρευτής]], κυνηγός˙ οἰωνοί ... οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, Ὀδ. Π.218· ἀγρότα Πάν, εἰς ὃν δίκτυα απ’ ἀγρεσίης προσφέρονται, Ἀνθ. Π. 6. 13: - θηλ. τύπ., [[νύμφη]] [[ἀγρότις]], τὸ αὐτὸ καὶ ἀγρομένα, παρὰ Πινδ., Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 509· ἀγρ. κούρα, ἐνν. Ἄρτεμις, Ἀνθ. Π. 6. 111· ἀγρ. [[αἰγανέη]], αὐτ. 57: - Ἐν Ὀδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), κτλ., τινές διατηροῦσι τὴν σημασίαν, [[χωρικός]]· ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. ἐν τῷ Λεξ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύουσι θηρευταί, καὶ αὕτη ἡ [[χρῆσις]] παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν μνημονευθέντων ποιητῶν φαίνεται [[ἀναντίρρητος]]. ΙΙΙ. περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002· ἴδε [[ἀγρέτης]].
|lstext='''ἀγρότης''': -ου, ὁ, ([[ἀγρός]]) [[λέξις]] ποιητική, [[χωρικός]], τῶν ἀγρῶν [[ἄνθρωπος]]· ὡς ἐπίθ. ἀγρ. [[ἀνήρ]], Εὐρ. Ὀρ. 1270· [[πάροινος]] ἀγρ. ἐπὶ πράγματος ἀτόπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 311· ΙΙ. ([[ἄγρα]]) = [[ἀγρευτής]], κυνηγός˙ οἰωνοί ... οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, Ὀδ. Π.218· ἀγρότα Πάν, εἰς ὃν δίκτυα απ’ ἀγρεσίης προσφέρονται, Ἀνθ. Π. 6. 13: - θηλ. τύπ., [[νύμφη]] [[ἀγρότις]], τὸ αὐτὸ καὶ ἀγρομένα, παρὰ Πινδ., Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 509· ἀγρ. κούρα, ἐνν. Ἄρτεμις, Ἀνθ. Π. 6. 111· ἀγρ. [[αἰγανέη]], αὐτ. 57: - Ἐν Ὀδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), κτλ., τινές διατηροῦσι τὴν σημασίαν, [[χωρικός]]· ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. ἐν τῷ Λεξ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύουσι θηρευταί, καὶ αὕτη ἡ [[χρῆσις]] παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν μνημονευθέντων ποιητῶν φαίνεται [[ἀναντίρρητος]]. ΙΙΙ. περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002· ἴδε [[ἀγρέτης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />campagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρότης:''' -ου, ὁ ([[ἀγρός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χωρικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄγρα]]) = [[ἀγρευτής]], [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ.· θηλ., [[ἀγρότις]] (<i>[[κούρα]]</i>), δηλ. η Άρτεμη, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγρότης:''' -ου, ὁ ([[ἀγρός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[χωρικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄγρα]]) = [[ἀγρευτής]], [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ.· θηλ., [[ἀγρότις]] (<i>[[κούρα]]</i>), δηλ. η Άρτεμη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρότης:'''<br /><b class="num">I</b> ου ὁ поселянин, крестьянин Hom.<br /><b class="num">II</b> ου adj. m сельский, деревенский ([[ἀνήρ]] Eur.; [[ὄχλος]] Babr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀγρός]] [[ἄγρα]]<br /><b class="num">I.</b> a [[country]]-man, [[rustic]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀγρευτής]] a [[hunter]], Od.; fem. [[ἀγρότις]], i. e. [[Artemis]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἀγρός]] [[ἄγρα]]<br /><b class="num">I.</b> a [[country]]-man, [[rustic]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀγρευτής]] a [[hunter]], Od.; fem. [[ἀγρότις]], i. e. [[Artemis]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρότης Medium diacritics: ἀγρότης Low diacritics: αγρότης Capitals: ΑΓΡΟΤΗΣ
Transliteration A: agrótēs Transliteration B: agrotēs Transliteration C: agrotis Beta Code: a)gro/ths

English (LSJ)

ἀγρότου, ὁ, (ἀγρός) poet. word,
A countryman, rustic, ἀγρότης ἀνήρ E.Or.1270, cf. App.Anth.4.20; πάροινος ἀγρότης ib.5.57.
II (ἄγρα) hunter, οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. ἀγρότις, νύμφη A.R.2.509; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).
III for A.Pers.1002 v. ἀγρέτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): fem. ἀγρότα IApoll.12, 14 (ambas heleníst.)
1 campesino, Od.16.218, Aesop.226.3γ, ἀ. ἀνήρ E.Or.1270, Par.Flor.24, cf. App.Anth.5.57.
2 que vive en el campo, agreste de Pan AP 6.13 (Leon.), epít. de Ártemis en Apolonia de Iliria IApoll.l.c., ἀγρόται· ἀγροῖκοι. ἢ θηρευταί Hsch.α 834.
3 que sirve para la caza, cazador ἀ. πέρδιξ = perdiz de reclamo Simm.20.1.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, Landmann, Hom. nur Odyss. 16, 218, im plur.; – adj. ἀγρ. ἀνήρ Eur. Or. 1256; ὄχλος Babr. 34; Πᾶν Anyt. 8 (Plan. 231). – Aesch. Pers. 963, l. d., Anfühler, Bloms. conj. ἀρχέται, Well. ἀγρέται.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
campagnard.
Étymologie: ἀγρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρότης:
I ου ὁ поселянин, крестьянин Hom.
II ου adj. m сельский, деревенский (ἀνήρ Eur.; ὄχλος Babr.).

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α ἀγρότις, Ν ἀγρότισσα)
αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός.
ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.
ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].
(II)
ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρα
κυνηγός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρότης: -ου, ὁ, (ἀγρός) λέξις ποιητική, χωρικός, τῶν ἀγρῶν ἄνθρωπος· ὡς ἐπίθ. ἀγρ. ἀνήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1270· πάροινος ἀγρ. ἐπὶ πράγματος ἀτόπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 311· ΙΙ. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός˙ οἰωνοί ... οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, Ὀδ. Π.218· ἀγρότα Πάν, εἰς ὃν δίκτυα απ’ ἀγρεσίης προσφέρονται, Ἀνθ. Π. 6. 13: - θηλ. τύπ., νύμφη ἀγρότις, τὸ αὐτὸ καὶ ἀγρομένα, παρὰ Πινδ., Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 509· ἀγρ. κούρα, ἐνν. Ἄρτεμις, Ἀνθ. Π. 6. 111· ἀγρ. αἰγανέη, αὐτ. 57: - Ἐν Ὀδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), κτλ., τινές διατηροῦσι τὴν σημασίαν, χωρικός· ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. ἐν τῷ Λεξ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύουσι θηρευταί, καὶ αὕτη ἡ χρῆσις παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν μνημονευθέντων ποιητῶν φαίνεται ἀναντίρρητος. ΙΙΙ. περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002· ἴδε ἀγρέτης.

English (Autenrieth)

rustic, Od. 16.218.

Greek Monotonic

ἀγρότης: -ου, ὁ (ἀγρός),
I. χωρικός, χωριάτικος, σε Ευρ.
II. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ., ἀγρότις (κούρα), δηλ. η Άρτεμη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀγρός ἄγρα
I. a country-man, rustic, Eur.
II. = ἀγρευτής a hunter, Od.; fem. ἀγρότις, i. e. Artemis, Anth.