συνηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synirefis
|Transliteration C=synirefis
|Beta Code=sunhrefh/s
|Beta Code=sunhrefh/s
|Definition=ές, (ἐρέφω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thickly shaded]] or [[covered]], <b class="b3">χώρη . . ἴδῃσι σ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.110</span>; <b class="b3">ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ</b>. <span class="bibl">Id.7.111</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.12</span>, <span class="bibl">Str.5.4.5</span>; <b class="b3">σᾶμα . . πτελέῃσι σ</b>. <span class="title">AP</span>7.141 (Antiphil.); <b class="b3">σ. χώρα, λόφος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Marc.</span>29</span>; <b class="b3">ἐν τῷ σ</b>. <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>18</span>: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> [957]</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[close-covering]], ἐπικάλυμμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>527b33</span> (Comp.), <span class="bibl">541b31</span> (Comp.); ὄστρακον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>679b29</span>; ὕλη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>49</span>.</span>
|Definition=συνηρεφές, ([[ἐρέφω]])<br><span class="bld">A</span> [[thickly shaded]] or [[covered]], <b class="b3">χώρη.. ἴδῃσι σ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]1.110; <b class="b3">ὄρεα.. ἴδῃσι καὶ χιόνι σ.</b> Id.7.111, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.12, Str.5.4.5; <b class="b3">σᾶμα.. πτελέῃσι σ.</b> ''AP''7.141 (Antiphil.); <b class="b3">σ. χώρα, λόφος</b>, Plu.''Luc.''32, ''Marc.''29; <b class="b3">ἐν τῷ σ.</b> Luc. ''Anach.''18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]'' [957].<br><span class="bld">2</span> [[close-covering]], ἐπικάλυμμα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.''PA''679b29; ὕλη Plu.''Demetr.''49.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> qui recouvre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρέφω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couvert de, τινι;<br /><b>2</b> [[qui recouvre]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. [[συννεφής]]), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· [[οὔρεα]]... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· [[σᾶμα]] δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. [[λόφος]], ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ [[καλῶς]] ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, [[ὄστρακον]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.
|elnltext=συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής &#91;[[σύν]], [[ἐρέφω]]] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>mit Bäumen [[dicht]] [[besetzt]]</i>, [[σῆμα]] πτελέῃσι, Antiphil. 37 (VII.141); übertragen, <i>[[bedeckt]], [[verhüllt]]</i>, ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] εἰς γῆν βαλοῦσα, Eur. <i>Or</i>. 955; und in [[Prosa]], [[χώρη]] ἴδῃσι, Her. 1.110, 7.111; Luc. <i>[[Gymnas]]</i>. 18.
}}
{{elru
|elrutext='''συνηρεφής:'''<br /><b class="num">1</b> [[густо покрытый]] (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);<br /><b class="num">2</b> [[густо усаженный деревьями]], [[тенистый]] ([[λόφος]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[частый]], [[густой]] ([[ὕλη]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[закутанный]], [[закрытый]] ([[πρόσωπον]] Eur.);<br /><b class="num">5</b> [[плотно или отовсюду закрывающий]] ([[ἐπικάλυμμα]] Arst.). - см. тж. [[συνηρεφές]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''συνηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή [[σκιά]], σκιασμένος, [[δασώδης]], σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]], συννεφιασμένο, σκυθρωπό [[πρόσωπο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συνηρεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή [[σκιά]], σκιασμένος, [[δασώδης]], σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]], συννεφιασμένο, σκυθρωπό [[πρόσωπο]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνηρεφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[густо покрытый]] (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[густо усаженный деревьями]], [[тенистый]] ([[λόφος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[частый]], [[густой]] ([[ὕλη]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[закутанный]], [[закрытый]] ([[πρόσωπον]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> [[плотно или отовсюду закрывающий]] ([[ἐπικάλυμμα]] Arst.). - см. тж. [[συνηρεφές]].
|lstext='''συνηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. [[συννεφής]]), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· [[οὔρεα]]... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· [[σᾶμα]] δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. [[λόφος]], ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) [[καλῶς]] ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· [[ὄστρακον]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.
}}
{{elnl
|elnltext=συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής [σύν, ἐρέφω] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[thickly]] [[covered]], Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] her [[clouded]] [[face]], Eur.
|mdlsjtxt=συν-ηρεφής, ές [[ἐρέφω]]<br />[[thickly]] [[covered]], Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] her [[clouded]] [[face]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 20:45, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρεφής Medium diacritics: συνηρεφής Low diacritics: συνηρεφής Capitals: ΣΥΝΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synērephḗs Transliteration B: synērephēs Transliteration C: synirefis Beta Code: sunhrefh/s

English (LSJ)

συνηρεφές, (ἐρέφω)
A thickly shaded or covered, χώρη.. ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα.. ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr. HP 5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα.. πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957].
2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: σύν, ἐρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής [σύν, ἐρέφω] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5.

German (Pape)

ές, mit Bäumen dicht besetzt, σῆμα πτελέῃσι, Antiphil. 37 (VII.141); übertragen, bedeckt, verhüllt, ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα, Eur. Or. 955; und in Prosa, χώρη ἴδῃσι, Her. 1.110, 7.111; Luc. Gymnas. 18.

Russian (Dvoretsky)

συνηρεφής:
1 густо покрытый (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);
2 густо усаженный деревьями, тенистый (λόφος Plut.);
3 частый, густой (ὕλη Plut.);
4 закутанный, закрытый (πρόσωπον Eur.);
5 плотно или отовсюду закрывающий (ἐπικάλυμμα Arst.). - см. тж. συνηρεφές.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα
2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά
4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές
σύσκιος τόπος, ησκιάδα.
επίρρ...
συνηρεφῶς Μ
με πυκνή σκιά δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρεφής (< αμάρτυρο ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

συνηρεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή σκιά, σκιασμένος, δασώδης, σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον, συννεφιασμένο, σκυθρωπό πρόσωπο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.

Middle Liddell

συν-ηρεφής, ές ἐρέφω
thickly covered, Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον her clouded face, Eur.