κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(nl)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastiktos
|Transliteration C=katastiktos
|Beta Code=kata/stiktos
|Beta Code=kata/stiktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spotted, speckled, brindled</b>, κύων <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>11</span>; δορά <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>697</span>; ὁ κνιπολόγος <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593a13</span>; of garments, <span class="title">IG</span>22.1514.11,al.; ἐσθής <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>5</span>, cf. <span class="bibl">Men.1019</span>; <b class="b2">tattooed</b>, <span class="bibl">Str.7.5.4</span>: metaph., <b class="b2">dotted</b>, χώρα κ. οἰκήσεσι <span class="bibl">Id.2.5.33</span>; κατοικίαις μικραῖς <span class="bibl">Id.17.3.1</span>; <b class="b2">studded</b>, κ. ἄστροις τιάραν <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.171a</span>.</span>
|Definition=κατάστικτον, [[spotted]], [[speckled]], [[brindled]], κύων [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''11; δορά E.''Ba.''697; ὁ κνιπολόγος [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''593a13; of garments, ''IG''22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.''Ind.''5, cf. Men.1019; [[tattooed]], Str.7.5.4: metaph., [[dotted]], χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; [[studded]], κ. ἄστροις τιάραν Jul.''Or.''5.171a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1382.png Seite 1382]] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1382.png Seite 1382]] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατάστικτος''': -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, [[ποικίλος]], [[κύων]] Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ [[κνιπολόγος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, [[κατάστικτος]] φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. [[χιτών]], [[ποικίλος]], Ἀρρ. Ἰνδ. 5, [[Πολυδ]]. Ζ´, 55· κ. [[χιτών]], ὁ ἔχων ζῷα ἢ [[ἄνθη]] ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
|btext=ος, ον :<br />[[piqueté]], [[tacheté]], [[moucheté]].<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάστικτος -ον [καταστίζω] [[gespikkeld]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />piqueté, tacheté, moucheté.<br />'''Étymologie:''' [[καταστίζω]].
|elrutext='''κατάστικτος:''' [[пятнистый]], [[пестрый]] ([[κύων]] Soph.; δοραί Eur.; ὁ [[κνιπολόγος]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάστικτος:''' -ον, καλυμμένος με στίγματα, [[σημαδεμένος]], πιτσιλωτός, σε Ευρ.
|lsmtext='''κατάστικτος:''' -ον, καλυμμένος με στίγματα, [[σημαδεμένος]], πιτσιλωτός, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάστικτος:''' пятнистый, пестрый ([[κύων]] Soph.; δοραί Eur.; ὁ [[κνιπολόγος]] Arst.).
|lstext='''κατάστικτος''': -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, [[ποικίλος]], [[κύων]] Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ [[κνιπολόγος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, [[κατάστικτος]] φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. [[χιτών]], [[ποικίλος]], Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. [[χιτών]], ὁ ἔχων ζῷα ἢ [[ἄνθη]] ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[καταστίζω]]<br />[[spotted]], [[speckled]], [[brindled]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dappled]]
}}
}}
{{elnl
{{mantoulidis
|elnltext=κατάστικτος -ον [καταστίζω] gespikkeld.
|mantxt=(=γεμάτος στίγματα). Ἀπό το [[καταστίζω]] (=[[κηλιδώνω]]) → [[κατά]] + [[στίζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστικτος Medium diacritics: κατάστικτος Low diacritics: κατάστικτος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΚΤΟΣ
Transliteration A: katástiktos Transliteration B: katastiktos Transliteration C: katastiktos Beta Code: kata/stiktos

English (LSJ)

κατάστικτον, spotted, speckled, brindled, κύων S.Fr.11; δορά E.Ba.697; ὁ κνιπολόγος Arist.HA593a13; of garments, IG22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.Ind.5, cf. Men.1019; tattooed, Str.7.5.4: metaph., dotted, χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; studded, κ. ἄστροις τιάραν Jul.Or.5.171a.

German (Pape)

[Seite 1382] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
piqueté, tacheté, moucheté.
Étymologie: καταστίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστικτος -ον [καταστίζω] gespikkeld.

Russian (Dvoretsky)

κατάστικτος: пятнистый, пестрый (κύων Soph.; δοραί Eur.; ὁ κνιπολόγος Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάστικτος, -ον) καταστίζω
1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός
3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με στίξη, με τατουάζ
2. (γενικά) γεμάτος από κάτι.

Greek Monotonic

κατάστικτος: -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος, πιτσιλωτός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστικτος: -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, ποικίλος, κύων Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ κνιπολόγος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, κατάστικτος φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. χιτών, ποικίλος, Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. χιτών, ὁ ἔχων ζῷα ἢ ἄνθη ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.

Middle Liddell

[from καταστίζω
spotted, speckled, brindled, Eur.

English (Woodhouse)

dappled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος στίγματα). Ἀπό το καταστίζω (=κηλιδώνω) → κατά + στίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.