τολύπη: Difference between revisions
(12) |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tolypi | |Transliteration C=tolypi | ||
|Beta Code=tolu/ph | |Beta Code=tolu/ph | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[clew]], [[ball of wool ready for spinning]], or [[of spun yarn]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''1102, Ar.''Lys.''586 (anap.), ''AP''6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.''Ind.''7.3, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Eust.1336.18, 1414.26.<br><span class="bld">II</span> [[ball]] of anything, τῶν πράσων Eub.42.3.<br><span class="bld">2</span> [[globular cake]], Ath.3.114f, 4.140a, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">3</span> a kind of [[gourd]], [[pumpkin]], = [[κολόκυνθα ἀγρία]], [[LXX]] ''4 Ki.''4.39, Phot., Suid. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Ähnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[peloton de laine enroulée autour de la quenouille]], [[laine prête à être filée]].<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à [[τύλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τολύπη:''' (ῠ) ἡ [[клубок]], [[моток шерсти]] Soph., Arph., Anth. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τολύπη''': [ῠ], κατειργασμένον [[ἔριον]] σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. [[ὄγκος]] σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) [[μᾶζα]] ἔχουσα [[σχῆμα]] τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) [[εἶδος]] στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης [[σχῆμα]] τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *[[τλάω]], ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τολύπη]]· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ [[ἀγαθίδιον]] στήμονος, ἢ ῥοδάνης». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τουλούπα]] Ν<br /><b>1.</b> [[τούφα]] από κατεργασμένο [[μαλλί]] ή [[βαμβάκι]], έτοιμο για [[γνέσιμο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που μοιάζει με [[τολύπη]], που έχει [[σχήμα]] τολύπης (α. «[[τολύπη]] χιονιού» β. «[[τολύπη]] καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] του φυτού [[κολοκύνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. προέρχεται από τη λ. [[τύλος]] «[[κάλος]], [[εξόγκωμα]]» μέσω ενός τ. <i>τυλύπη</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τυλίσσω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τολύπη:''' [ῠ], ἡ, [[κουβάρι]] από κατειργασμένο [[μαλλί]], Λατ. [[glomus]], σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τολῠ́πη, ἡ,<br />a [[clew]] or [[ball]] of [[wool]], Lat. [[glomus]], Ar., Anth. [deriv. uncertain] | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τολύπη''': {tolúpē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Knäuel von Wolle oder Garn]], auch übertr. von Zwiebelknollen, Kürbissen, kugelförmigen Kuchen (Ar. ''Lys''. 586 [anap.], Eub., S. ''Fr''.1102, LXX, ''AP'' usw.).<br />'''Derivative''': Daneben [[τολυπεύω]], auch m. ἐκ-, [[die Wolle oder das Garn auf ein Knäuel wickeln]] (Ar. ''Lys''. 587 [anap.], doppelsinnig τ 137), m.eist übertr. [[anzetteln]], [[mit Mühe vollbringen]], [[durchmachen]] (ep. poet. seit Il.) mit -ευμα n. = [[τολύπη]], -ευτικός (Phot., Suid., H.).<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Nach Fick GGA 1894, 247 zu [[τύλος]] [[Wulst]] (τολυπ- aus *τυλυπ-; zum Lautl. vgl. [[τορύνη]]). Zustimmend Bechtel Lex. s.v., der indessen Ficks weitere Identifikation mit [[τυλίσσω]] mit Recht ablehnt. Hubschmid Thes. Praenom. 1, 54 sucht in [[τολύπη]] ein voridg. ''p''-Suffix. Frühere Hypothesen in der Lit. bei Bq (abgelehnt).<br />'''Page''' 2,909 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=τουλούπα ἀπό μαλλιά). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A clew, ball of wool ready for spinning, or of spun yarn, S.Fr.1102, Ar.Lys.586 (anap.), AP6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.Ind.7.3, Hsch., Eust.1336.18, 1414.26.
II ball of anything, τῶν πράσων Eub.42.3.
2 globular cake, Ath.3.114f, 4.140a, Hsch.
3 a kind of gourd, pumpkin, = κολόκυνθα ἀγρία, LXX 4 Ki.4.39, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1127] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Ähnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à τύλος.
Russian (Dvoretsky)
τολύπη: (ῠ) ἡ клубок, моток шерсти Soph., Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τολύπη: [ῠ], κατειργασμένον ἔριον σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) μᾶζα ἔχουσα σχῆμα τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) εἶδος στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης σχῆμα τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *τλάω, ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολύπη· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν
1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.)
αρχ.
είδος του φυτού κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. τύλος «κάλος, εξόγκωμα» μέσω ενός τ. τυλύπη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίσσω.
Greek Monotonic
τολύπη: [ῠ], ἡ, κουβάρι από κατειργασμένο μαλλί, Λατ. glomus, σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
τολῠ́πη, ἡ,
a clew or ball of wool, Lat. glomus, Ar., Anth. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
τολύπη: {tolúpē}
Grammar: f.
Meaning: Knäuel von Wolle oder Garn, auch übertr. von Zwiebelknollen, Kürbissen, kugelförmigen Kuchen (Ar. Lys. 586 [anap.], Eub., S. Fr.1102, LXX, AP usw.).
Derivative: Daneben τολυπεύω, auch m. ἐκ-, die Wolle oder das Garn auf ein Knäuel wickeln (Ar. Lys. 587 [anap.], doppelsinnig τ 137), m.eist übertr. anzetteln, mit Mühe vollbringen, durchmachen (ep. poet. seit Il.) mit -ευμα n. = τολύπη, -ευτικός (Phot., Suid., H.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Fick GGA 1894, 247 zu τύλος Wulst (τολυπ- aus *τυλυπ-; zum Lautl. vgl. τορύνη). Zustimmend Bechtel Lex. s.v., der indessen Ficks weitere Identifikation mit τυλίσσω mit Recht ablehnt. Hubschmid Thes. Praenom. 1, 54 sucht in τολύπη ein voridg. p-Suffix. Frühere Hypothesen in der Lit. bei Bq (abgelehnt).
Page 2,909
Mantoulidis Etymological
(=τουλούπα ἀπό μαλλιά). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.