εὔειρος: Difference between revisions
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyeiros | |Transliteration C=eyeiros | ||
|Beta Code=eu)/eiros | |Beta Code=eu)/eiros | ||
|Definition= | |Definition=εὔειρον, ([[εἶρος]], [[ἔριον]]) [[with]] or [[of good wool]], [[fleecy]], Hp.''Mul.''2.187 (Sup.), ''AP''7.657 (Leon.):—Att. [[εὔερος]] (cf. Phryn. 122) S.''Tr.''675 (Lob. for [[εὐείρῳ]]); <b class="b3">εὔερόν τ' ἄγραν</b> (Schneidew. for <b class="b3">εὔκερών τ'</b>) Id.''Aj.'' 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. [[εὔειρας]] [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐτῆρας]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''751. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. [[εὔερος]], | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. [[εὔερος]], | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[d'une belle laine]], [[d'une laine abondante]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[εἶρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔειρος:''' [[покрытый красивой шерстью]], [[прекраснорунный]] (οἶες Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔειρος''': -ον, ([[εἶρος]], [[ἔριον]]) ἔχων [[ἔριον]] καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. [[εὔερος]] Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «[[οἷον]] μαλακὴν [[ὥσπερ]] σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. [[ἐτήρ]]. | |lstext='''εὔειρος''': -ον, ([[εἶρος]], [[ἔριον]]) ἔχων [[ἔριον]] καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. [[εὔερος]] Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «[[οἷον]] μαλακὴν [[ὥσπερ]] σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. [[ἐτήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔειρος:''' -ον ([[εἶρος]], [[ἔριον]]), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας [[μαλλί]], [[μαλακός]], σε Ανθ.· σε Αττ., [[εὔερος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''εὔειρος:''' -ον ([[εἶρος]], [[ἔριον]]), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας [[μαλλί]], [[μαλακός]], σε Ανθ.· σε Αττ., [[εὔερος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἶρος]], [[ἔριον]]<br />with or of [[good]] [[wool]], [[fleecy]], Anth.: | |mdlsjtxt=[[εἶρος]], [[ἔριον]]<br />with or of [[good]] [[wool]], [[fleecy]], Anth.:—Attic [[εὔερος]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
εὔειρον, (εἶρος, ἔριον) with or of good wool, fleecy, Hp.Mul.2.187 (Sup.), AP7.657 (Leon.):—Att. εὔερος (cf. Phryn. 122) S.Tr.675 (Lob. for εὐείρῳ); εὔερόν τ' ἄγραν (Schneidew. for εὔκερών τ') Id.Aj. 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ar.Av.121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. εὔειρας v.l. for ἐτῆρας, S.Fr.751.
German (Pape)
[Seite 1064] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. εὔερος,
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une belle laine, d'une laine abondante.
Étymologie: εὖ, εἶρος.
Russian (Dvoretsky)
εὔειρος: покрытый красивой шерстью, прекраснорунный (οἶες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔειρος: -ον, (εἶρος, ἔριον) ἔχων ἔριον καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. εὔερος Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «οἷον μαλακὴν ὥσπερ σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. ἐτήρ.
Greek Monolingual
εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].
Greek Monotonic
εὔειρος: -ον (εἶρος, ἔριον), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας μαλλί, μαλακός, σε Ανθ.· σε Αττ., εὔερος, σε Σοφ.
Middle Liddell
εἶρος, ἔριον
with or of good wool, fleecy, Anth.:—Attic εὔερος, Soph.