δεκαέτηρος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dekaetiros
|Transliteration C=dekaetiros
|Beta Code=dekae/thros
|Beta Code=dekae/thros
|Definition=ον, ([[ἔτος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ten-yearly]]: [[χρόνος]] δεκαέτηρος = a space [[of ten years]]. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>772b</span> codd.:— fem. [[δεκαετηρίς|δεκαετηρὶς]] [[πανήγυρις]] <span class="bibl">D.C.57.24</span>: more freq. as [[substantive]], [[period of ten years]], prob. in Pl.l.c., Vett. Val.<span class="bibl">252.9</span>, <span class="title">OGI</span>722 (Egypt, iv A.D.):— also [[δεκαετηρία]], ἡ, title of Orphic work, Suid.</span>
|Definition=δεκαέτηρον, ([[ἔτος]]) [[ten-yearly]]: [[χρόνος]] δεκαέτηρος = a space [[of ten years]]. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''772b codd.:—fem. [[δεκαετηρίς|δεκαετηρὶς]] [[πανήγυρις]] D.C.57.24: more freq. as [[substantive]], [[period of ten years]], prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, ''OGI''722 (Egypt, iv A.D.):—also [[δεκαετηρία]], ἡ, title of Orphic work, Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de diez años]] χρόνος Pl.<i>Lg</i>.772b (cód.), cf. [[δεκέτηρος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] [[χρόνος]], eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] [[χρόνος]], eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[décennal]].<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαέτηρος:''' Plat. = [[δεκαετής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de diez años]] χρόνος Pl.<i>Lg</i>.772b (cód.), cf. [[δεκέτηρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεκαέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]), αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[δέκα]] ετών, [[δεκαετής]], [[δεκάχρονος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δεκαέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]), αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[δέκα]] ετών, [[δεκαετής]], [[δεκάχρονος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαέτηρος:''' Plat. = [[δεκαετής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔτος]]<br />ten-[[yearly]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ἔτος]]<br />ten-[[yearly]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαέτηρος Medium diacritics: δεκαέτηρος Low diacritics: δεκαέτηρος Capitals: ΔΕΚΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: dekaétēros Transliteration B: dekaetēros Transliteration C: dekaetiros Beta Code: dekae/thros

English (LSJ)

δεκαέτηρον, (ἔτος) ten-yearly: χρόνος δεκαέτηρος = a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:—fem. δεκαετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as substantive, period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):—also δεκαετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
de diez años χρόνος Pl.Lg.772b (cód.), cf. δεκέτηρος.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

δεκαέτηρος: Plat. = δεκαετής.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.

Greek Monolingual

δεκαέτηρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών
2. «χρόνος δεκαέτηρος» — διάστημα χρονικό δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)].

Greek Monotonic

δεκαέτηρος: -ον (ἔτος), αυτός που έχει χρονική διάρκεια δέκα ετών, δεκαετής, δεκάχρονος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἔτος
ten-yearly, Plat.