μετάβασις: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
(6_10) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metavasis | |Transliteration C=metavasis | ||
|Beta Code=meta/basis | |Beta Code=meta/basis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[moving over]], [[shifting]], e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.''Mochl.''20; [[change of position]], Epicur.''Ep.''1p.16U.: pl., ib.p.17 U.<br><span class="bld">2</span> [[passing over]], <b class="b3">ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον</b> [[varia lectio|v.l.]] in Antipho 5.22; [[migration]], [[change of residence]], εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d; <b class="b3">μετάβασιν ποιεῖσθαι ἐπί</b>… ''BGU''137.6 (ii A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[change]], τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μετάβασις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''676c; δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.''R.''547c; τῶν νομίμων Arist.''Pol.''1303a22 (pl.); ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.''HA''588b11; μετάβασις ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15; αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.''Po.''1449a37; but ἡ μετάβασις = the [[reversal]] of [[fortune]] in a [[drama]], ib.1455b28.<br><span class="bld">III</span> [[transition]] from one subject to another, Luc.''Hist.Conscr.''55; as a figure in Rhet., Quint.9.3.25.<br><span class="bld">2</span> [[inference]] or [[procedure]] by [[analogy]], Phld. ''Rh.''1.105 S., ''Sign.''19, S.E.''M.''8.194; ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μετάβασις Phld.''Sign.'' 38, al.; also in Medicine, ἡ τοῦ ὁμοίου μετάβασις Gal.1.118. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] ἡ, das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] ἡ, das Übergehen, εἰς ἕτερον [[πλοῖον]], Antipho 5, 22; Veränderung, Plat. Rep. VIII, 547 c u. öfter; bes. auch das Übergehen auf einen andern Gegenstand in der Rede, Luc. hist. conscr. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[passage d'un lieu à un autre]] ; <i>fig. t. de rhét.</i> passage d'un sujet à un autre, transition;<br /><b>2</b> [[changement]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετάβᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[переход]], [[переезд]], [[переселение]] (εἰς Κόρινθον ἐκ Θηβῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[смена]], [[превращение]], [[изменение]] (τῶν πολιτειῶν Plat.; τῶν νομίμων Arst.);<br /><b class="num">3</b> лог. [[переход]], [[прыжок]]: μ. εἰς [[ἄλλο]] [[γένος]] Arst. переход (рассуждения) в другую область (ошибка, приводящая к смешению понятий и к игре слов). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάβᾰσις''': ἡ, ἡ [[μετακίνησις]], π.χ. ἐπὶ τοῦ σώματος κατὰ τὸ [[βάδισμα]], ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σκέλους εἰς τὸ ἕτερον, Ἱππ. Μοχλ. 852. 2) τὸ μεταβαίνειν, ἐς τὸ ἕτερον [[πλοῖον]] Ἀντιφῶν 132. 5· [[μετοίκησις]], Πλούτ. 2. 78D. ΙΙ. [[μεταβολή]], ἀνατροπὴ νόμων καὶ κυβερνήσεως, Πλάτ. Νόμ. 676C· ἡ μ. [[ἐντεῦθεν]] γίγνεται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547C· τῶν νομίμων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 10· ἔκ τινος εἴς τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 6, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν μεταβολῶν ἢ τροπῶν ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 5. 3., 18. 2. ΙΙΙ. [[μετάβασις]] ἐκ μιᾶς ὑποθέσεως εἰς ἑτέραν, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 55, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 194· ὡς ῥητορικὸν [[σχῆμα]], Quintil., κτλ. | |lstext='''μετάβᾰσις''': ἡ, ἡ [[μετακίνησις]], π.χ. ἐπὶ τοῦ σώματος κατὰ τὸ [[βάδισμα]], ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σκέλους εἰς τὸ ἕτερον, Ἱππ. Μοχλ. 852. 2) τὸ μεταβαίνειν, ἐς τὸ ἕτερον [[πλοῖον]] Ἀντιφῶν 132. 5· [[μετοίκησις]], Πλούτ. 2. 78D. ΙΙ. [[μεταβολή]], ἀνατροπὴ νόμων καὶ κυβερνήσεως, Πλάτ. Νόμ. 676C· ἡ μ. [[ἐντεῦθεν]] γίγνεται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547C· τῶν νομίμων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 10· ἔκ τινος εἴς τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 6, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν μεταβολῶν ἢ τροπῶν ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 5. 3., 18. 2. ΙΙΙ. [[μετάβασις]] ἐκ μιᾶς ὑποθέσεως εἰς ἑτέραν, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 55, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 194· ὡς ῥητορικὸν [[σχῆμα]], Quintil., κτλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετάβᾰσις:''' ἡ, ([[μεταβαίνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αλλαγή]] θέσης, [[μετανάστευση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αλλαγή]], [[επανάσταση]] [[έναντι]] των κυβερνώντων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[μεταφορά]] από ένα [[σημείο]] σε [[άλλο]], σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μετάβᾰσις, ιος, ἡ, [[μεταβαίνω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[passing]] [[over]], [[migration]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[change]], [[revolution]] in [[government]], Plat.<br /><b class="num">III.</b> [[transition]] from one to [[another]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:14, 23 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A moving over, shifting, e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.Mochl.20; change of position, Epicur.Ep.1p.16U.: pl., ib.p.17 U.
2 passing over, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον v.l. in Antipho 5.22; migration, change of residence, εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d; μετάβασιν ποιεῖσθαι ἐπί… BGU137.6 (ii A. D.).
II change, τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μετάβασις Pl.Lg.676c; δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.R.547c; τῶν νομίμων Arist.Pol.1303a22 (pl.); ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.HA588b11; μετάβασις ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15; αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.Po.1449a37; but ἡ μετάβασις = the reversal of fortune in a drama, ib.1455b28.
III transition from one subject to another, Luc.Hist.Conscr.55; as a figure in Rhet., Quint.9.3.25.
2 inference or procedure by analogy, Phld. Rh.1.105 S., Sign.19, S.E.M.8.194; ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μετάβασις Phld.Sign. 38, al.; also in Medicine, ἡ τοῦ ὁμοίου μετάβασις Gal.1.118.
German (Pape)
[Seite 144] ἡ, das Übergehen, εἰς ἕτερον πλοῖον, Antipho 5, 22; Veränderung, Plat. Rep. VIII, 547 c u. öfter; bes. auch das Übergehen auf einen andern Gegenstand in der Rede, Luc. hist. conscr. 55.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 passage d'un lieu à un autre ; fig. t. de rhét. passage d'un sujet à un autre, transition;
2 changement.
Étymologie: μεταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μετάβᾰσις: εως ἡ
1 переход, переезд, переселение (εἰς Κόρινθον ἐκ Θηβῶν Plut.);
2 смена, превращение, изменение (τῶν πολιτειῶν Plat.; τῶν νομίμων Arst.);
3 лог. переход, прыжок: μ. εἰς ἄλλο γένος Arst. переход (рассуждения) в другую область (ошибка, приводящая к смешению понятий и к игре слов).
Greek (Liddell-Scott)
μετάβᾰσις: ἡ, ἡ μετακίνησις, π.χ. ἐπὶ τοῦ σώματος κατὰ τὸ βάδισμα, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σκέλους εἰς τὸ ἕτερον, Ἱππ. Μοχλ. 852. 2) τὸ μεταβαίνειν, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον Ἀντιφῶν 132. 5· μετοίκησις, Πλούτ. 2. 78D. ΙΙ. μεταβολή, ἀνατροπὴ νόμων καὶ κυβερνήσεως, Πλάτ. Νόμ. 676C· ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547C· τῶν νομίμων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 10· ἔκ τινος εἴς τι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 6, κ. ἀλλ.· περὶ τῶν μεταβολῶν ἢ τροπῶν ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 5. 3., 18. 2. ΙΙΙ. μετάβασις ἐκ μιᾶς ὑποθέσεως εἰς ἑτέραν, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 55, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 194· ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, Quintil., κτλ.
Greek Monotonic
μετάβᾰσις: ἡ, (μεταβαίνω),·
I. αλλαγή θέσης, μετανάστευση, σε Πλούτ.
II. αλλαγή, επανάσταση έναντι των κυβερνώντων, σε Πλάτ.
III. μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο, σε Λουκ.
Middle Liddell
μετάβᾰσις, ιος, ἡ, μεταβαίνω
I. a passing over, migration, Plut.
II. change, revolution in government, Plat.
III. transition from one to another, Luc.