νεοπρεπής: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoprepis | |Transliteration C=neoprepis | ||
|Beta Code=neopreph/s | |Beta Code=neopreph/s | ||
|Definition= | |Definition=νεοπρεπές, ([[πρέπω]])<br><span class="bld">A</span> [[befitting the young]], [[youthful]], λόγος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''892d.<br><span class="bld">2</span> [[like a youth]], [[extravagant]], <b class="b3">ν. καὶ περίεργος</b>, opp. <b class="b3">εὐτελὴς καὶ ἀφελής</b>, Plu.''TG''2, cf. 2.334c (Comp.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a l'air jeune.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui a l'air jeune]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοπρεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο [[νεανικός]] («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ [[λόγος]] παραπείσῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[φρόνημα]] νεανικό, [[ελευθέριος]], [[υπερβολικός]]<br /><b>3.</b> [[νεωτεριστικός]], [[μοντέρνος]] («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῖς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=[[νεοπρεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο [[νεανικός]] («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ [[λόγος]] παραπείσῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[φρόνημα]] νεανικό, [[ελευθέριος]], [[υπερβολικός]]<br /><b>3.</b> [[νεωτεριστικός]], [[μοντέρνος]] («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῖς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοπρεπής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 13:15, 23 March 2024
English (LSJ)
νεοπρεπές, (πρέπω)
A befitting the young, youthful, λόγος Pl.Lg.892d.
2 like a youth, extravagant, ν. καὶ περίεργος, opp. εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Plu.TG2, cf. 2.334c (Comp.).
German (Pape)
[Seite 243] ές, sich für junge Leute schickend, jugendlich; μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ, Plat. Legg. X, 892 d; dem αὐστηρός entggstzt, Plut. Tib. Graech. 2 Eum. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'air jeune.
Étymologie: νέος, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
νεοπρεπής:
1 подобающий (лишь) молодежи (ὁ λόγος Plat.);
2 юношеский, незрелый (ν. καὶ περίεργος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς νέους, νεανικός, Λατ. juvenilis, Πλατ. Νόμ. 892D. 2) ἐλευθέριος, ν. καὶ περίεργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2, πρβλ. Wyttenb. 2. 334C.
Greek Monolingual
νεοπρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός
3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῖς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλοπρεπής].
Greek Monotonic
νεοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε νέους, νεανικός· επίσης, ελευθέριος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
νεο-πρεπής, ές πρέπω
befitting young people, youthful, extravagant, Plut.