κεραμεικός: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerameikos | |Transliteration C=kerameikos | ||
|Beta Code=kerameiko/s | |Beta Code=kerameiko/s | ||
|Definition=κεραμεική, κεραμεικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[κεραμικός]] (cf. A.D.''Adv.''166.29), τροχός Arist.''Mech.''851b20, cf.X.''Smp.''7.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[Κεραμεικός]], ὁ, [[the Potters' Quarter]] at Athens, Menecl.3, cf. Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''395, ''Eq.''769, ''Ra.''131. | |Definition=κεραμεική, κεραμεικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[κεραμικός]] (cf. A.D.''Adv.''166.29), [[τροχός]] Arist.''Mech.''851b20, cf.X.''Smp.''7.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[Κεραμεικός]], ὁ, [[Kerameikos]], [[Ceramicus]], the [[Potters' Quarter]] at [[Athens]], Menecl.3, cf. Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''395, ''Eq.''769, ''Ra.''131. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κεραμεικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-; subst. ὁ Κεραμεικός Kerameikos, pottenbakkerswijk in Athene. | |elnltext=κεραμεικός -ή -όν [κεραμεύς] [[pottenbakkers-]]; subst. ὁ [[Κεραμεικός]] Kerameikos, pottenbakkerswijk in Athene. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:04, 24 March 2024
English (LSJ)
κεραμεική, κεραμεικόν,
A = κεραμικός (cf. A.D.Adv.166.29), τροχός Arist.Mech.851b20, cf.X.Smp.7.2, Hsch.
II Κεραμεικός, ὁ, Kerameikos, Ceramicus, the Potters' Quarter at Athens, Menecl.3, cf. Sch.Ar.Av.395, Eq.769, Ra.131.
German (Pape)
[Seite 1420] den Töpfer betreffend; τροχός, Töpferscheibe, Xen. Conv. 7, 2; 8. Emp. adv. phys. 2, 51; – nach Hesych. κεραμεικὴ μάστιξ, = ὀστρακισμός, soll wohl κεραμική heißen, s. unten u. vgl. Lob. zu Phryn. 147. – S. nom. pr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-; subst. ὁ Κεραμεικός Kerameikos, pottenbakkerswijk in Athene.
Russian (Dvoretsky)
I гончарный (τροχός Xen., Arst., Sext.).
II ὁ гончар, горшечник Xen.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεικός: -ή, -όν, πιθαν. ἐσφαλμένον ἀντὶ τοῦ κεραμικός, Ἀριστ. Μηχαν. 8.β1, καὶ Ἡσύχ. (ἴδε ἐν λ. κεραμικός). ΙΙ. Κεραμεικός, ὁ, ἡ συνοικία τῶν κεραμέων· ἐν Ἀθήναις δύο τόποι ἔφερον τὸ ὄνομα τοῦτο, ὁ μὲν ἐντὸς ὁ δὲ ἐκτὸς τοῦ διπύλου, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 769· ἐν τῷ ἐκτὸς Κεραμεικῷ ἐθάπτοντο οἱ ἐν πολέμῳ ἀποθανόντες, πρβλ. Θουκ. 2. 34, πρὸς τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 395· ἐνταῦθα δὲ ἐγίνετο καὶ ἡ λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Βατρ. 129. 1125· ἴδε Λεξικ. Γεωγρ. ἐν λέξ., ἴδε καὶ κεραμικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κεραμεικός, ή, -όν) κέραμος
1. κεραμικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμεική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική
3. (το αρσ. ως κύρ. όν.) ο Κεραμεικός
η περιοχή του νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας
4. φρ. «Κεραμεικός κόλπος» — βαθύς κόλπος της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας μεταξύ τών χερσονήσων της Αλικαρνασσού και της Κνίδου
νεοελλ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κεραμεικός
νεοκλασικό κτήριο εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο
2. φρ. α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή πήλινων αντικειμένων
β) «τα ανάκτορα του Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα του Παρισιού στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ανάμεσα στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία.
Mantoulidis Etymological
ἀντί κεραμικός (=συνοικία τῶν κεραμέων στήν Ἀθήνα. Στόν Κεραμεικό, ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἀθήνας, ἔθαβαν τούς νεκρούς τοῦ πολέμου). Ἀπό τό: κέραμος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.