καταβαρέω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavareo | |Transliteration C=katavareo | ||
|Beta Code=katabare/w | |Beta Code=katabare/w | ||
|Definition=[[weigh down]], [[overload]], [[varia lectio|v.l.]] for [[καταπονέω]] in Luc. ''DDeor.''21.1: metaph., [[impose a burden on]], τινας ''2 Ep.Cor.''12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.''BC''5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.''Cleom.''27; <b class="b3">τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων</b> Ps.-Plu.''Vit.Hom.'' 207:—Pass., to [[be overborne]], [[crushed]], καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''487.10 (ii A.D.); also, to [[be outweighed]], ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.''Epict.''2.22.18. | |Definition=[[weigh down]], [[overload]], [[varia lectio|v.l.]] for [[καταπονέω]] in Luc. ''DDeor.''21.1: metaph., [[impose a burden on]], τινας ''2 Ep.Cor.''12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.''BC''5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.''Cleom.''27; <b class="b3">τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων</b> Ps.-Plu.''Vit.Hom.'' 207:—Pass., to [[be overborne]], [[crushed]], καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''487.10 (ii A.D.); also, to [[be outweighed]], ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.''Epict.''2.22.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
weigh down, overload, v.l. for καταπονέω in Luc. DDeor.21.1: metaph., impose a burden on, τινας 2 Ep.Cor.12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.BC5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.Cleom.27; τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων Ps.-Plu.Vit.Hom. 207:—Pass., to be overborne, crushed, καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις POxy.487.10 (ii A.D.); also, to be outweighed, ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.Epict.2.22.18.
German (Pape)
[Seite 1339] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N.T.
French (Bailly abrégé)
καταβαρῶ :
surcharger, accabler sous le poids;
NT: être à la charge de.
Étymologie: κατά, βάρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βαρέω neerdrukken; overdr. tot last zijn:. οὐ καταβάρησα ὑμᾶς ik ben u niet tot last geweest NT 2 Cor. 12.16.
Russian (Dvoretsky)
καταβαρέω:
1 перегружать, отягощать, обременять (τινα NT; Luc. - v.l. καταπονέω);
2 pass. быть удрученным, мучиться, страдать (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).
English (Strong)
from κατά and βαρέω; to impose upon: burden.
English (Thayer)
(καταβαρύνω) equivalent to καταβαρέω (which see); present passive participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; see βαρέω. (the Sept.; Theophrastus, et al.)
Greek Monotonic
καταβᾰρέω: μέλ. -ήσω, υπερφορτώνω, βαρυφορτώνω, παραφορτώνω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰρέω: καταβαρύνω, καταβάλλω διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 (ἔνθα διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.
Middle Liddell
fut. ήσω
to weigh down, overload, Luc.
Chinese
原文音譯:katabaršw 卡他-巴雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)向下-重
字義溯源:打擾,拖累,累著;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(βαρέω)=使負重荷)組成;其中 (βαρέω)出自(βαρύς)=煩重的),而 (βαρύς) 出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 拖累過(1) 林後12:16