ἀντιμάχομαι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antimachomai | |Transliteration C=antimachomai | ||
|Beta Code=a)ntima/xomai | |Beta Code=a)ntima/xomai | ||
|Definition=[[fight against]] one, Th.4.68: abs., D.S.22.10. | |Definition=[[fight against]] one, Th.4.68: abs., [[Diodorus Siculus|D.S.]]22.10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[luchar enfrente]], [[como enemigo]] abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3<br /><b class="num">•</b>[[resistir]], [[presentar batalla]], [[defenderse]] D.S.22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.<i>Fluu</i>.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6. | |dgtxt=[[luchar enfrente]], [[como enemigo]] abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3<br /><b class="num">•</b>[[resistir]], [[presentar batalla]], [[defenderse]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.<i>Fluu</i>.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:50, 27 March 2024
English (LSJ)
fight against one, Th.4.68: abs., D.S.22.10.
Spanish (DGE)
luchar enfrente, como enemigo abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3
•resistir, presentar batalla, defenderse D.S.22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.Fluu.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6.
German (Pape)
[Seite 255] (s. μάχομαι). dagegen kämpfen, Thuc. 4, 68; Widerstand leisten, τινί, Plut.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντεμαχεσάμην;
lutter contre, résister.
Étymologie: ἀντί, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμάχομαι: противоборствовать, сопротивляться (Thuc.; τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμάχομαι: μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., μάχομαι ἐναντίον τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.
Greek Monolingual
(AM ἀντιμάχομαι)
μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ
νεοελλ.
1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι
2. προβάλλω αντίσταση
3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα
ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του προσώπου που κρίνεται.
Greek Monotonic
ἀντιμάχομαι: μέλ. -μᾰχήσομαι, αποθ., μάχομαι εναντίον κάποιου, σε Θουκ.