προπομπή: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(13_2) |
mNo edit summary |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=propompi | |Transliteration C=propompi | ||
|Beta Code=propomph/ | |Beta Code=propomph/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[sending forward]], αἱ π. τῶν γραμματηφόρων Plu.''Galb.''8.<br><span class="bld">II</span> [[escort]], π. δόντες μεγαλοπρεπῆ X.''Ages.''2.27, cf. Plb.20.11.8, Plu.''Num.'' 14; π. δημοσία Longin.28.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] ἡ, das Voranschicken, bes. die Begleitung, feierliches Geleite, z. B. bei der Abreise, Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei Leichen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] ἡ, das [[Voranschicken]], bes. die [[Begleitung]], feierliches [[Geleite]], z. B. bei der [[Abreise]], Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei [[Leichen]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action d'envoyer en avant]];<br /><b>2</b> [[action d'accompagner processionnellement]], [[d'escorter pour faire honneur]].<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προπομπή -ῆς, ἡ [προπέμπω] [[reis]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπομπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[высылка вперед]], [[посылка]] (αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματοφόρων Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[сопровождение]], [[эскортирование]] Xen., Polyb., Plut. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προπέμπω]]<br />το να συνοδεύει [[κανείς]] κάποιον που αποχωρεί, [[ξεπροβόδισμα]] («ἀπέπεμψαν αὐτὸν [[οἴκαδε]] προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πομπή]] και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική [[παρέλαση]]<br />β) [[λιτανεία]]<br />γ) νεκρώσιμη [[πομπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[προπέμπω]], το να αποστέλλει [[κανείς]] από [[πριν]] ή [[πρώτα]] κάποιον ή [[κάτι]] («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπομπή:''' ἡ ([[προπέμπω]]), [[ακολουθία]], [[συνοδεία]], σε Ξεν.· [[συνοδεία]] με [[πομπή]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προπομπή''': ἡ, ([[προπέμπω]]) τὸ προεξαποστέλλειν, πέμπειν, πρότερον, αἱ πρ. τῶν γραμματοφόρων Πλουτ. Γάλβ. 8. ΙΙ. τὸ προπέμπειν [[χάριν]] [[τιμῆς]], «ξεπροβόδημα», Ξεν. Ἀγησ. 2. 27, Πολύβ. 20. 11, 8, κτλ.· ― [[συνοδία]] ἐν εἴδει πομπῆς, Πλουτ. Νουμ. 14, [[μάλιστα]] ἐν κηδείᾳ, Ἰω. Χρυσ.· πρβλ. Λογγῖν. 28. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προπομπή]], ἡ, [[προπέμπω]]<br />an attending, [[escorting]], Xen.:— a processional [[escort]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 28 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A sending forward, αἱ π. τῶν γραμματηφόρων Plu.Galb.8.
II escort, π. δόντες μεγαλοπρεπῆ X.Ages.2.27, cf. Plb.20.11.8, Plu.Num. 14; π. δημοσία Longin.28.2.
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, das Voranschicken, bes. die Begleitung, feierliches Geleite, z. B. bei der Abreise, Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei Leichen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action d'envoyer en avant;
2 action d'accompagner processionnellement, d'escorter pour faire honneur.
Étymologie: προπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπομπή -ῆς, ἡ [προπέμπω] reis.
Russian (Dvoretsky)
προπομπή: ἡ
1 высылка вперед, посылка (αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματοφόρων Plut.);
2 сопровождение, эскортирование Xen., Polyb., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προπέμπω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση
β) λιτανεία
γ) νεκρώσιμη πομπή
αρχ.
η ενέργεια του προπέμπω, το να αποστέλλει κανείς από πριν ή πρώτα κάποιον ή κάτι («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προπομπή: ἡ (προπέμπω), ακολουθία, συνοδεία, σε Ξεν.· συνοδεία με πομπή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προπομπή: ἡ, (προπέμπω) τὸ προεξαποστέλλειν, πέμπειν, πρότερον, αἱ πρ. τῶν γραμματοφόρων Πλουτ. Γάλβ. 8. ΙΙ. τὸ προπέμπειν χάριν τιμῆς, «ξεπροβόδημα», Ξεν. Ἀγησ. 2. 27, Πολύβ. 20. 11, 8, κτλ.· ― συνοδία ἐν εἴδει πομπῆς, Πλουτ. Νουμ. 14, μάλιστα ἐν κηδείᾳ, Ἰω. Χρυσ.· πρβλ. Λογγῖν. 28.
Middle Liddell
προπομπή, ἡ, προπέμπω
an attending, escorting, Xen.:— a processional escort, Plut.