ἐπιμερίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimerizo | |Transliteration C=epimerizo | ||
|Beta Code=e)pimeri/zw | |Beta Code=e)pimeri/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[impart]], [[give a portion]], [[varia lectio|v.l.]] in [[LXX]] ''Jb.''31.2, 39.17.<br><span class="bld">b</span>. Astrol., [[assign]] a number of years to life, Vett. Val.164.9.<br><span class="bld">2</span>. [[distribute]], <b class="b3">τινὰς τοῖς</b> φράτραις D.H.2.50; especially in Gramm., πρόσωπα A.D.''Synt.''92.21; [[ἐπιμεριζόμενον]] [[ὄνομα]] [[distributive]], D.T.637.15; also <b class="b3">γενικὴ-ομένη</b> [[partitive]] genitive, A.D.''Synt.''35.1:—Pass., to [[be distributed]], <b class="b3">εἰς πλείονας</b> ἡμέρας Sor.1.21.<br><span class="bld">3</span>. [[mention severally]], [[enumerate]], Str.13.1.10, Hdn.''Epim.''157. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] theilweise hinzufügen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] theilweise hinzufügen. zuteilen, [[τετράκις]] χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; einteilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina [[ἑκάτερος]], [[ἕκαστος]] u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
A impart, give a portion, v.l. in LXX Jb.31.2, 39.17.
b. Astrol., assign a number of years to life, Vett. Val.164.9.
2. distribute, τινὰς τοῖς φράτραις D.H.2.50; especially in Gramm., πρόσωπα A.D.Synt.92.21; ἐπιμεριζόμενον ὄνομα distributive, D.T.637.15; also γενικὴ-ομένη partitive genitive, A.D.Synt.35.1:—Pass., to be distributed, εἰς πλείονας ἡμέρας Sor.1.21.
3. mention severally, enumerate, Str.13.1.10, Hdn.Epim.157.
German (Pape)
[Seite 962] theilweise hinzufügen. zuteilen, τετράκις χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; einteilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina ἑκάτερος, ἕκαστος u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμερίζω: διανέμω, διαμοιράζω, τινί τι, τετρακισχίλιοι, οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, οἷον ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος, Διον. Θρᾷξ 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) μνημονεύω καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587.
Greek Monolingual
(AM ἐπιμερίζω)
χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω
μσν.
μέσ. ἐπιμερίζομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλον
αρχ.
1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά
2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος
3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά
4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει πλήθος ή σύνολο με γεν. επιμεριστική, ενώ τα μέρη του με την πτώση που απαιτεί η σύνταξη («τῶν ἀνθρώπων... οἱ μέν... οἱ δέ...»)
5. τὰ ἐπιμεριζόμενα
οι επιμεριστικές αντωνυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μερίζω «χωρίζω σε κομμάτια» (< μέρος)].