προσκαταγιγνώσκω: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskatagignosko | |Transliteration C=proskatagignosko | ||
|Beta Code=proskatagignw/skw | |Beta Code=proskatagignw/skw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[condemn besides]], Antipho 3.3.4 (Pass.).<br><span class="bld">II</span> [[adjudge]], [[award to]], αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) noch dazu, obendrein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) noch dazu, obendrein verurteilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, [[ὅστις]] αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.).
II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.
German (Pape)
[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurteilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.
French (Bailly abrégé)
1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
προσκαταγιγνώσκω: присуждать (τινί τι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.
Greek Monolingual
Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].
Greek Monotonic
προσκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
I. καταδικάζω, σε Αντιφών.
II. επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -γνώσομαι
I. to condemn besides, Antipho.
II. to award to, τί τινι Dem.