παρατίλλω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
(31)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratillo
|Transliteration C=paratillo
|Beta Code=parati/llw
|Beta Code=parati/llw
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -τῐλῶ <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>373</span> :—<b class="b2">pluck the hair</b> from any part of the body but the head, <b class="b3">τὰς βλεφαρίδας τινός</b> l. c. (vulg. <b class="b3">περιτιλῶ</b>) :— Med., <b class="b2">pluck out one's hairs</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>31</span> : fut. παρατῐλοῦμαι <span class="bibl">Men.363.5</span> : —Pass., freq. in pf. part. <b class="b3">παρατετιλμένος, η</b>, <b class="b2">clean-plucked</b>, a practice among voluptuaries and women, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>89</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>516</span>, <span class="bibl">Pl.Com.174.14</span> ; <b class="b3">δέλτα π</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>151</span> ; ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span>168</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Fug.</span>33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. Med., <b class="b2">pull up weeds</b>, <span class="bibl">Gp.2.38.2</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -τῐλῶ Ar. ''Eq.''373:—[[pluck the hair]] from any part of the body but the head, <b class="b3">τὰς βλεφαρίδας τινός</b> l. c. (vulg. [[περιτιλῶ]]):—Med., [[pluck out one's hairs]], Id.''Ach.''31: fut. παρατῐλοῦμαι Men.363.5: —Pass., freq. in pf. part. [[παρατετιλμένος]], [[παρατετιλμένη]], [[clean-plucked]], a practice among voluptuaries and women, Ar.''Lys.''89, ''Ra.''516, Pl.Com.174.14; <b class="b3">δέλτα π.</b> Ar.''Lys.''151; ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Id.''Pl.''168, cf. Luc.''Fug.''33.<br><span class="bld">II</span>. Med., [[pull up weeds]], Gp.2.38.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] die Haare an den Nebentheilen (nicht am Kopfe), unter den Achseln und wo es sonst welche giebt, ausrupfen, wie es üppige Weichlinge u. Frauen zu thun pflegten, oft bei Ar., vgl. Lys. 89. 151, ὀρχηστρίδες [[ἄρτι]] παρατετιλμέναι Ran. 516; Plat. com. bei Ath. X, 442 a u. Sp., wie Luc. adv. ind. 23; allgemein ist es wohl Ar. Ach. 31 neben ἀπορῶ zu nehmen. – Als Strafe für ertappte Ehebrecher kommt es bei Ar. Plut. 168 vor. – Παρατιλτέον, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] die Haare an den Nebenteilen (nicht am Kopfe), unter den Achseln und wo es sonst welche giebt, ausrupfen, wie es üppige Weichlinge u. Frauen zu thun pflegten, oft bei Ar., vgl. Lys. 89. 151, ὀρχηστρίδες [[ἄρτι]] παρατετιλμέναι Ran. 516; Plat. com. bei Ath. X, 442 a u. Sp., wie Luc. adv. ind. 23; allgemein ist es wohl Ar. Ach. 31 neben ἀπορῶ zu nehmen. – Als Strafe für ertappte Ehebrecher kommt es bei Ar. Plut. 168 vor. – Παρατιλτέον, Clem. Al.
}}
{{bailly
|btext=[[épiler]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τίλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-τίλλω ontharen.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατίλλω:''' (fut. παρατῐλῶ) выдергивать, выщипывать, вырывать (τὰς βλεφαρίδας τινός Arph.): παρατετιλμένος Arph. с выщипанными волосами, безволосый.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατίλλω''': μέλλ. -τῐλῶ, ἀποσπῶ τὰς τρίχας ἐξ οἱουδήποτε μέρους τοῦ σώματος πλὴν τῆς κεφαλῆς, τὰς βλεφαρίδας, τὰς βλεφαρίδας τινὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 373 (κοινῶς περιτιλῶ)· ― Μέσ., ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχαρν. 31: μέλλ. παρατῐλοῦμαι, Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 1. 5· ― [[συχν]]. κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ. παρατετιλμένος, η, παντελῶς μαδημένος, σύνηθες παρὰ τοῖς τρυφηλοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς γυναιξί, Ἀριστοφάν. Λυσ. 89, 151, Βάτρ. 516· [[μύρτων]] πινασίσκος χειρὶ παρατετιλμένων Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 14· ― ἐπεβάλλετο δὲ ὡς ποινὴ εἰς τοὺς μοιχούς, ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 168, πρβλ. Valck εἰς Εὐρ. Ἱππ. 415, καὶ ἴδε [[τίλλω]]. 2) ἐπὶ πυκνῶς ἐσπαρμένου κέγχρου, ἀραιώνω διὰ παρατίλσεως, ἐν τῷ σκάλλειν οὖν χρὴ παρατίλλεσθαι Γεωπ. 2. 38, 2. ― Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθετ. παρατιλτέον, Κλήμ. Ἀλ. 264.
|lstext='''παρατίλλω''': μέλλ. -τῐλῶ, ἀποσπῶ τὰς τρίχας ἐξ οἱουδήποτε μέρους τοῦ σώματος πλὴν τῆς κεφαλῆς, τὰς βλεφαρίδας, τὰς βλεφαρίδας τινὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 373 (κοινῶς περιτιλῶ)· ― Μέσ., ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχαρν. 31: μέλλ. παρατῐλοῦμαι, Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 1. 5· ― συχν. κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ. παρατετιλμένος, η, παντελῶς μαδημένος, σύνηθες παρὰ τοῖς τρυφηλοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς γυναιξί, Ἀριστοφάν. Λυσ. 89, 151, Βάτρ. 516· [[μύρτων]] πινασίσκος χειρὶ παρατετιλμένων Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 14· ― ἐπεβάλλετο δὲ ὡς ποινὴ εἰς τοὺς μοιχούς, ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 168, πρβλ. Valck εἰς Εὐρ. Ἱππ. 415, καὶ ἴδε [[τίλλω]]. 2) ἐπὶ πυκνῶς ἐσπαρμένου κέγχρου, ἀραιώνω διὰ παρατίλσεως, ἐν τῷ σκάλλειν οὖν χρὴ παρατίλλεσθαι Γεωπ. 2. 38, 2. ― Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθετ. παρατιλτέον, Κλήμ. Ἀλ. 264.
}}
{{bailly
|btext=épiler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τίλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατίλλομαι</i><br />[[αραιώνω]] πυκνοσπαρμένη [[φυτεία]] με [[απόσπαση]] μερικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] από τα διάφορα μέρη του σώματος κάποιου, [[εκτός]] της κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (γενικά)<br />[[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] μου, [[κάνω]] [[αποτρίχωση]], [[μαδώ]], τις [[τρίχες]] μου<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρατετιλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />εντελώς [[μαδημένος]], όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίλλω]] «[[μαδώ]], [[τραβώ]] τις [[τρίχες]] μου»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατίλλομαι</i><br />[[αραιώνω]] πυκνοσπαρμένη [[φυτεία]] με [[απόσπαση]] μερικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] από τα διάφορα μέρη του σώματος κάποιου, [[εκτός]] της κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (γενικά)<br />[[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] μου, [[κάνω]] [[αποτρίχωση]], [[μαδώ]], τις [[τρίχες]] μου<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρατετιλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />εντελώς [[μαδημένος]], όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίλλω]] «[[μαδώ]], [[τραβώ]] τις [[τρίχες]] μου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατίλλω:''' μέλ. <i>-τῐλῶ</i>, [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] τα μαλλιά, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[ξεριζώνω]] τα μαλλιά κάποιου, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>παρατετιλμένος</i>, <i>-η</i>, εντελώς [[μαδημένος]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -τῐλῶ<br />to [[pluck]] the [[hair]] off, Ar.:— Mid. to [[pluck]] out one's hairs, Ar.: perf. [[pass]]. [[part]]. παρατετιλμένος, η, [[clean]]-plucked, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατίλλω Medium diacritics: παρατίλλω Low diacritics: παρατίλλω Capitals: ΠΑΡΑΤΙΛΛΩ
Transliteration A: paratíllō Transliteration B: paratillō Transliteration C: paratillo Beta Code: parati/llw

English (LSJ)

A fut. -τῐλῶ Ar. Eq.373:—pluck the hair from any part of the body but the head, τὰς βλεφαρίδας τινός l. c. (vulg. περιτιλῶ):—Med., pluck out one's hairs, Id.Ach.31: fut. παρατῐλοῦμαι Men.363.5: —Pass., freq. in pf. part. παρατετιλμένος, παρατετιλμένη, clean-plucked, a practice among voluptuaries and women, Ar.Lys.89, Ra.516, Pl.Com.174.14; δέλτα π. Ar.Lys.151; ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Id.Pl.168, cf. Luc.Fug.33.
II. Med., pull up weeds, Gp.2.38.2.

German (Pape)

[Seite 503] die Haare an den Nebenteilen (nicht am Kopfe), unter den Achseln und wo es sonst welche giebt, ausrupfen, wie es üppige Weichlinge u. Frauen zu thun pflegten, oft bei Ar., vgl. Lys. 89. 151, ὀρχηστρίδες ἄρτι παρατετιλμέναι Ran. 516; Plat. com. bei Ath. X, 442 a u. Sp., wie Luc. adv. ind. 23; allgemein ist es wohl Ar. Ach. 31 neben ἀπορῶ zu nehmen. – Als Strafe für ertappte Ehebrecher kommt es bei Ar. Plut. 168 vor. – Παρατιλτέον, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

épiler.
Étymologie: παρά, τίλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τίλλω ontharen.

Russian (Dvoretsky)

παρατίλλω: (fut. παρατῐλῶ) выдергивать, выщипывать, вырывать (τὰς βλεφαρίδας τινός Arph.): παρατετιλμένος Arph. с выщипанными волосами, безволосый.

Greek (Liddell-Scott)

παρατίλλω: μέλλ. -τῐλῶ, ἀποσπῶ τὰς τρίχας ἐξ οἱουδήποτε μέρους τοῦ σώματος πλὴν τῆς κεφαλῆς, τὰς βλεφαρίδας, τὰς βλεφαρίδας τινὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 373 (κοινῶς περιτιλῶ)· ― Μέσ., ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχαρν. 31: μέλλ. παρατῐλοῦμαι, Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 1. 5· ― συχν. κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ. παρατετιλμένος, η, παντελῶς μαδημένος, σύνηθες παρὰ τοῖς τρυφηλοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς γυναιξί, Ἀριστοφάν. Λυσ. 89, 151, Βάτρ. 516· μύρτων πινασίσκος χειρὶ παρατετιλμένων Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 2. 14· ― ἐπεβάλλετο δὲ ὡς ποινὴ εἰς τοὺς μοιχούς, ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 168, πρβλ. Valck εἰς Εὐρ. Ἱππ. 415, καὶ ἴδε τίλλω. 2) ἐπὶ πυκνῶς ἐσπαρμένου κέγχρου, ἀραιώνω διὰ παρατίλσεως, ἐν τῷ σκάλλειν οὖν χρὴ παρατίλλεσθαι Γεωπ. 2. 38, 2. ― Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθετ. παρατιλτέον, Κλήμ. Ἀλ. 264.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. παρατίλλομαι
αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών
αρχ.
1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος κάποιου, εκτός της κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.)
2. μέσ. (γενικά)
αποσπώ τις τρίχες μου, κάνω αποτρίχωση, μαδώ, τις τρίχες μου
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατετιλμένος, -η, -ον
εντελώς μαδημένος, όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τίλλω «μαδώ, τραβώ τις τρίχες μου»].

Greek Monotonic

παρατίλλω: μέλ. -τῐλῶ, αποσπώ, αφαιρώ, βγάζω τα μαλλιά, σε Αριστοφ. — Μέσ., ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ. παρατετιλμένος, , εντελώς μαδημένος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -τῐλῶ
to pluck the hair off, Ar.:— Mid. to pluck out one's hairs, Ar.: perf. pass. part. παρατετιλμένος, η, clean-plucked, Ar.