διορθωτής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(1b) |
mNo edit summary |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorthotis | |Transliteration C=diorthotis | ||
|Beta Code=diorqwth/s | |Beta Code=diorqwth/s | ||
|Definition= | |Definition=διορθωτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[corrector]], διορθωτὴς τῶν σοφῶν [[LXX]] ''Wi.''7.15; διορθωτὴς τῆς πολιτείας Plu.''Sol.''16; = Lat. [[corrector civitatium]], Arr.''Epict.''3.7.1.<br><span class="bld">2</span> esp. of [[book]]s, [[editor]], [[reviser]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.6, Gal.8.758. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=διορθωτοῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reformador]], [[enderezador]] de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.<i>Sol</i>.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης διορθωτής Pall.<i>V.Chrys</i>.12.335, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.8.67.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[corrector]] φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας ἀκούσιον μίασμα θεραπευέτω = y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, <i>Arsameia</i> 203 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> filol. [[revisor]] τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.<i>Barn</i>.661<br /><b class="num">•</b>[[autor de una edición crítica]], [[editor]] ὁ διορθωτὴς λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.<i>Il</i>.7.238c.<br /><b class="num">II</b> jur. y admin.<br /><b class="num">1</b> οἱ [[διορθωταί]] = [[correctores]] miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos <i>Gonnoi</i> 112.2 (III a.C.), prob. en Delos <i>IG</i> 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. [[διορθωτήρ]].<br /><b class="num">2</b> en la admin. rom.:<br /><b class="num">a)</b> [[corrector]], lat. <i>[[legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum]]</i> magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias = διορθωτὴς τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.<i>Epict</i>.3.7.1, διορθωτὴς καὶ [[λογιστής]] <i>OGI</i> 543.19 (Ancira II d.C.), ἡγεμόνα καὶ διορθωτήν ... τῆς Ἑλλάδος <i>IG</i> 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. <i>RECAM</i> 2.414.9 (Ancira III d.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[consultor]], lat. <i>[[uir rei publicae constituendae]]</i> πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=διορθωτοῦ (ὁ) :<br />[[réformateur]].<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Verbesserer]]</i>, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. <i>Sol</i>. 16. – Vom [[Verbesserer]] eines Buches, der eine berichtigte [[Ausgabe]] [[besorgt]], Galen. und Schol. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διορθωτής:''' διορθωτοῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[реформатор]] (διορθωτὴς καὶ [[νομοθέτης]] τῆς πολιτείας Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исправитель]], [[редактор]] (τῶν ποιημάτων Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, [[ἐπανορθωτής]], Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διορθωτής:''' | |lsmtext='''διορθωτής:''' διορθωτοῦ, ὁ, [[διορθωτής]], [[επανορθωτής]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[διορθωτής]], διορθωτοῦ, <i>n</i> [from [[διορθόω]]<br />a [[corrector]], [[reformer]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:22, 22 May 2024
English (LSJ)
διορθωτοῦ, ὁ,
A a corrector, διορθωτὴς τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; διορθωτὴς τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.
Spanish (DGE)
διορθωτοῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης διορθωτής Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
•de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας ἀκούσιον μίασμα θεραπευέτω = y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
•autor de una edición crítica, editor ὁ διορθωτὴς λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί = correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias = διορθωτὴς τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, διορθωτὴς καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡγεμόνα καὶ διορθωτήν ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.
French (Bailly abrégé)
διορθωτοῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.
German (Pape)
ὁ, Verbesserer, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. Sol. 16. – Vom Verbesserer eines Buches, der eine berichtigte Ausgabe besorgt, Galen. und Schol.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτής: διορθωτοῦ ὁ
1 реформатор (διορθωτὴς καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2 исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.
Greek Monolingual
ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.
Greek Monotonic
διορθωτής: διορθωτοῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διορθωτής, διορθωτοῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.