χυδαιότης: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης" to "τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, τὸ χαμαιτυπές") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chydaiotis | |Transliteration C=chydaiotis | ||
|Beta Code=xudaio/ths | |Beta Code=xudaio/ths | ||
|Definition= | |Definition=χυδαιότητος, ἡ, [[vulgarity]], Jul.''Gal.''43b, 238b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1384.png Seite 1384]] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1384.png Seite 1384]] ἡ, [[Gemeinheit]], bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῠδαιότης''': | |lstext='''χῠδαιότης''': χυδαιότητος, ἡ, [[τρόπος]] [[χυδαῖος]], «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>). | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[vulgarity]]=== | |||
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: [[vulgarité]]; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: [[Vulgarität]]; Greek: [[χυδαιότητα]], [[χυδαιότης]]; Ancient Greek: [[ἀναγωγία]], [[ἀπειροκαλία]], [[βαναυσία]], [[βαναυσίη]], [[τὰ χαμαίζηλα]], [[φορτικότης]], [[τὸ χαμαιτυπές]], [[χυδαιολογία]], [[χυδαιότης]]; Portuguese: [[vulgaridade]]; Russian: [[вульгарность]], [[пошлость]]; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: [[vulgaridad]]; Ukrainian: вульгарність | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 27 May 2024
English (LSJ)
χυδαιότητος, ἡ, vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαιότης: χυδαιότητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.
Greek Monolingual
η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ χυδαῖος
η ιδιότητα του χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).
Translations
vulgarity
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: vulgarité; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: Vulgarität; Greek: χυδαιότητα, χυδαιότης; Ancient Greek: ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, τὸ χαμαιτυπές, χυδαιολογία, χυδαιότης; Portuguese: vulgaridade; Russian: вульгарность, пошлость; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: vulgaridad; Ukrainian: вульгарність