Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκολλάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkollao
|Transliteration C=sygkollao
|Beta Code=sugkolla/w
|Beta Code=sugkolla/w
|Definition=[[glue]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a wound, Sor.1.36.
|Definition=[[glue together]] or [[cement together]], IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. ''Alex.''14: metaph., Pl.''Mx.''236b, Ar.''V.''1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.''Ti.''43a:—Pass., [[unite]], of a wound, Sor.1.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, -setzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] [[zusammenleimen]], übh. [[zusammenfügen]], [[zusammensetzen]], μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κολλάω]].
|btext=-ῶ :<br />[[coller ensemble]] : τινί τι souder une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κολλάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκολλάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[склеивать]] (τι εἰς [[ταὐτό]] Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[собирать]], [[компилировать]] (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).
|elrutext='''συγκολλάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[склеивать]] (τι εἰς [[ταὐτό]] Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[собирать]], [[компилировать]] (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).
}}
{{grml
|mltxt=συγκολλῶ, [[συγκολλάω]], ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκολλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:02, 28 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλάω Medium diacritics: συγκολλάω Low diacritics: συγκολλάω Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: synkolláō Transliteration B: synkollaō Transliteration C: sygkollao Beta Code: sugkolla/w

English (LSJ)

glue together or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, zusammensetzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of vastplakken, samenvoegen.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλάω:
1 склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2 собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).

Greek Monolingual

συγκολλῶ, συγκολλάω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.

Greek Monotonic

συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

to glue or cement together, Ar., Plat.