οἰμάω: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oimao
|Transliteration C=oimao
|Beta Code=oi)ma/w
|Beta Code=oi)ma/w
|Definition=(οἴμη) only fut. and aor., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[swoop]] or <b class="b2">pounce upon</b>, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός <span class="bibl">Il.22.308</span>, cf. <span class="bibl">311</span> ; <b class="b3">κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν</b> [[swooped]] after a dove, ib.<span class="bibl">140</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs., <b class="b2">dart along</b>, <b class="b3">θύννοι δ' οἰμήσουσι</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.1.62</span>.</span>
|Definition=([[οἴμη]]) only fut. and aor.,<br><span class="bld">A</span> [[swoop]] or [[pounce upon]], οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; <b class="b3">κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν</b> [[swooped]] after a dove, ib.140.<br><span class="bld">2</span> abs., [[dart along]], <b class="b3">θύννοι δ' οἰμήσουσι</b> Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]1.62.
}}
{{bailly
|btext=[[οἰμῶ]] :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />[[s'élancer avec impétuosité]], [[fondre sur]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]].
}}
{{pape
|ptext=poet. = [[ὁρμάω]] ([[οἶμος]]), <i>[[darauf]] [[losstürmen]], zum [[Angriff]]</i>; von Raubvögeln, [[κίρκος]] [[ῥηϊδίως]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, <i>Il</i>. 22.140, auf die [[Taube]] <i>[[losstürzen]]</i>; οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ' [[αἰετός]], <i>ibd</i>. 308, wie <i>Od</i>. 24.538; θῦνοι δ' οἰμήσουσι, im Orak. Her. 1.62; Hesych. erkl. δύεσθαι καὶ ὁρμᾶν. – Einzeln bei sp.D.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰμάω:''' (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ [[αἰετός]] Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰμάω''': ([[οἴμη]]), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, [[κάμνω]] ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 [[κίρκος]] … οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, [[τρέχω]], [[σπεύδω]], θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
|lstext='''οἰμάω''': ([[οἴμη]]), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, [[κάμνω]] ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 [[κίρκος]] … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, [[τρέχω]], [[σπεύδω]], θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />s’élancer avec impétuosité, fondre sur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰμάω:''' (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ [[αἰετός]] Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt.
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμάω Medium diacritics: οἰμάω Low diacritics: οιμάω Capitals: ΟΙΜΑΩ
Transliteration A: oimáō Transliteration B: oimaō Transliteration C: oimao Beta Code: oi)ma/w

English (LSJ)

(οἴμη) only fut. and aor.,
A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140.
2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.

French (Bailly abrégé)

οἰμῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s'élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.

German (Pape)

poet. = ὁρμάω (οἶμος), darauf losstürmen, zum Angriff; von Raubvögeln, κίρκος ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, Il. 22.140, auf die Taube losstürzen; οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ' αἰετός, ibd. 308, wie Od. 24.538; θῦνοι δ' οἰμήσουσι, im Orak. Her. 1.62; Hesych. erkl. δύεσθαι καὶ ὁρμᾶν. – Einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

οἰμάω: (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ αἰετός Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.

Greek Monolingual

οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώκίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].

Greek Monotonic

οἰμάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ οἴμησα·
1. ορμώ με αρπακτικότητα ή επιτίθεμαι, χιμάω στη λεία μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα περιστέρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ρίχνομαι, εφορμώ, τρέχω, σπεύδω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Middle Liddell

οἰμάω,
1. to swoop or pounce upon its prey, of an eagle, Hom.; κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, Il.
2. absol. to dart along, Orac. ap. Hdt.