συγκλάω: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygklao | |Transliteration C=sygklao | ||
|Beta Code=sugkla/w | |Beta Code=sugkla/w | ||
|Definition= | |Definition=[[break]], [[break off]], κλήματα Ar.''Ec.''1031, cf. Chaerem.14.13, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.7.3; ὅπλον [[LXX]] ''Ps.''45 (46).10; of a bad carver, [[mangle]], τὰ μέρη Herm.''in Phdr.'' p.189 A.; dub. sens. in Phld.''Mus.''p.23 K.:—Pass., of persons engaged in servile occupations, to [[be cramped]] or [[stunted]], τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 495e; οἱ δοῦλοι.. κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Id.''Tht.''173a; of lines, Arist. ''Pr.''892a15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] att. statt [[συγκλαίω]]. (s. [[κλάω]]), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] att. statt [[συγκλαίω]]. (s. [[κλάω]]), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[συγκλῶ]] :<br /><b>1</b> [[briser ensemble]] <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass. fig.</i> être brisé (par la fatigue, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[heurter en même temps]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κλάω (helemaal) breken. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκλάω:'''<br /><b class="num">I</b> атт. Luc. = [[συγκλαίω]].<br /><b class="num">II</b> [[разбивать]], [[ломать]] (κλήματα Arph.): κάμπτεσθαι καὶ συγκλᾶσθαι Plat. гнуться и ломаться; ἡ συγκλωμένη (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) Arst. ломаная линия; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι Plat. душевно надломленные. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκλάω''': μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, [[συγκάμπτω]], [[λυγίζω]], «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. [[ἐκκλάω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C. | |lstext='''συγκλάω''': μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, [[συγκάμπτω]], [[λυγίζω]], «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. [[ἐκκλάω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''συγκλάω:''' μέλ. <i>-κλάσω</i>, [[λυγίζω]], [[τσακίζω]], [[σπάω]], [[συνθλίβω]] — Παθ., έχω συνθλιβεί, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -κλάσω<br />to [[break]] off:—Pass. to be cramped, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 29 May 2024
English (LSJ)
break, break off, κλήματα Ar.Ec.1031, cf. Chaerem.14.13, Thphr. HP 4.7.3; ὅπλον LXX Ps.45 (46).10; of a bad carver, mangle, τὰ μέρη Herm.in Phdr. p.189 A.; dub. sens. in Phld.Mus.p.23 K.:—Pass., of persons engaged in servile occupations, to be cramped or stunted, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Pl.R. 495e; οἱ δοῦλοι.. κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Id.Tht.173a; of lines, Arist. Pr.892a15.
German (Pape)
[Seite 968] att. statt συγκλαίω. (s. κλάω), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c.
French (Bailly abrégé)
συγκλῶ :
1 briser ensemble ou en même temps ; Pass. fig. être brisé (par la fatigue, etc.);
2 heurter en même temps.
Étymologie: σύν, κλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κλάω (helemaal) breken.
Russian (Dvoretsky)
συγκλάω:
I атт. Luc. = συγκλαίω.
II разбивать, ломать (κλήματα Arph.): κάμπτεσθαι καὶ συγκλᾶσθαι Plat. гнуться и ломаться; ἡ συγκλωμένη (sc. γραμμή) Arst. ломаная линия; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι Plat. душевно надломленные.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλάω: μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, συγκάμπτω, λυγίζω, «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. ἐκκλάω. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C.
Greek Monotonic
συγκλάω: μέλ. -κλάσω, λυγίζω, τσακίζω, σπάω, συνθλίβω — Παθ., έχω συνθλιβεί, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -κλάσω
to break off:—Pass. to be cramped, Plat.