cambio: Difference between revisions

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
m (Text replacement - ":: ([\w\s'-]+)([,;]) ([\w\s'-]+)\<br \/\>" to ":: $1$2 $3<br />")
(CSV import)
 
Line 13: Line 13:
{{esel
{{esel
|sltx=[[διάβασις]], [[ἀμειβώ]], [[ἀνταλλαγή]], [[ἀντιμετάταξις]], [[ἀλλοίωμα]], [[ἀλλοίωσις]], [[διατροπή]], [[ἀμοιβή]], [[διάλλαξις]], [[ἐναλλοίωσις]], [[ἐξαλλαγή]], [[ἄλλαξις]], [[ἀλλαγή]], [[ἀλλαγίη]], [[διαλλαγή]], [[ἔκστρεψις]], [[ἀλλαγμός]], [[ἀντιμετάληψις]], [[ἐναλλαγή]], [[ἐξάλλαξις]], [[ἀντίπρασις]], [[διαλλάσσω]], [[διάφορος]], [[ἐνάλλαξις]], [[ἐκτροπή]], [[διάμειψις]], [[ἄμειψις]], [[ἄλλαγμα]], [[ἔκβασις]], [[ἐνάλλαγμα]], [[τὸ ἀγχίστροφον]], [[διαστολή]], [[διάλλαγμα]], [[ἀλλοιοτροπία]], [[ἀναστροφή]]
|sltx=[[διάβασις]], [[ἀμειβώ]], [[ἀνταλλαγή]], [[ἀντιμετάταξις]], [[ἀλλοίωμα]], [[ἀλλοίωσις]], [[διατροπή]], [[ἀμοιβή]], [[διάλλαξις]], [[ἐναλλοίωσις]], [[ἐξαλλαγή]], [[ἄλλαξις]], [[ἀλλαγή]], [[ἀλλαγίη]], [[διαλλαγή]], [[ἔκστρεψις]], [[ἀλλαγμός]], [[ἀντιμετάληψις]], [[ἐναλλαγή]], [[ἐξάλλαξις]], [[ἀντίπρασις]], [[διαλλάσσω]], [[διάφορος]], [[ἐνάλλαξις]], [[ἐκτροπή]], [[διάμειψις]], [[ἄμειψις]], [[ἄλλαγμα]], [[ἔκβασις]], [[ἐνάλλαγμα]], [[τὸ ἀγχίστροφον]], [[διαστολή]], [[διάλλαγμα]], [[ἀλλοιοτροπία]], [[ἀναστροφή]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=cambio, is, psi, bire. 4. :: [[換易]]。[[替換]]。[[找錢]]
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 12 June 2024

Latin > English

cambio cambiare, -, - V TRANS :: exchange, barter
cambio cambio cambiare, cambiavi, cambiatus V :: change (of money)
cambio cambio cambire, campsi, cambitus V TRANS :: exchange, barter

Latin > English (Lewis & Short)

cambio: īre, v. n. (
I perf. campsi, acc. to Charis. pp. 219 and 233 P., and Prisc. p. 906 ib.) whence the Ital. and mercantile cambio, cambiare, cambiatura, etc.; Fr. change, changer, etc.; Engl. change, etc.], to exchange, barter: muto, ἀμείβομαι, Charis. l.l. (post-class. and very rare), App. Mag. p. 284; Sicul. Flacc. Cond. Agr. p. 13 Goes.

Latin > French (Gaffiot 2016)

cambĭō, āvī, āre, tr., échanger, troquer : Apul. Apol. 17. 4e conj. campsi, cambire Char. 247 ; 262 ; Prisc. Gramm. 10, 52.

Latin > German (Georges)

cambio, āvī, āre (κάμπτω), wechseln, tauschen, Apul. apol. 17. Gromat. vet. p. 151, 20. – / Nbf. cambio, cambsi od. campsi, angef. v. Charis. 247, 9 u. 262, 5. Prisc. 10, 52.

Spanish > Greek

διάβασις, ἀμειβώ, ἀνταλλαγή, ἀντιμετάταξις, ἀλλοίωμα, ἀλλοίωσις, διατροπή, ἀμοιβή, διάλλαξις, ἐναλλοίωσις, ἐξαλλαγή, ἄλλαξις, ἀλλαγή, ἀλλαγίη, διαλλαγή, ἔκστρεψις, ἀλλαγμός, ἀντιμετάληψις, ἐναλλαγή, ἐξάλλαξις, ἀντίπρασις, διαλλάσσω, διάφορος, ἐνάλλαξις, ἐκτροπή, διάμειψις, ἄμειψις, ἄλλαγμα, ἔκβασις, ἐνάλλαγμα, τὸ ἀγχίστροφον, διαστολή, διάλλαγμα, ἀλλοιοτροπία, ἀναστροφή