Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
(13_3)
m (Text replacement - "muthig" to "mutig")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meneptolemos
|Transliteration C=meneptolemos
|Beta Code=menepto/lemos
|Beta Code=menepto/lemos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">staunch in battle, steadfast</b>, <span class="bibl">Il.19.48</span>, etc.; ἥρως <span class="bibl">B.16.73</span>; <b class="b3">Περαιβοί, Κουρῆτες</b>, <span class="bibl">Il.2.749</span>, <span class="bibl">B.5.126</span>.</span>
|Definition=μενεπτόλεμον, [[staunch in battle]], [[steadfast]], Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; [[Περαιβοί]], [[Κουρῆτες]], Il.2.749, B.5.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, mutig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui attend le combat de pied ferme]], [[vaillant]], [[belliqueux]].<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[πτόλεμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μενεπτόλεμος:''' [[не отступающий в сражении]], [[стойкий в бою]] ([[Τυδείδης]] Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''μενεπτόλεμος''': -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, [[εὐσταθής]], [[γενναῖος]], ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, [[μενεπτόλεμος]] [[ἥρως]] Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ [[μεναίχμης]], [[μενεδήιος]], μενέχαρμος, κτλ.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[μένω]]): [[steadfast]] in [[battle]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[μενεπτόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του στη [[μάχη]], που υπομένει γενναία την [[επίθεση]] τών εχθρών, ο [[καρτερικός]] στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] ([[πρβλ]]. [[φερεπτόλεμος]], [[φυγοπτόλεμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μενεπτόλεμος:''' -ον, αυτός που επιμένει στη [[μάχη]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μενε-[[πτόλεμος]], ον<br />[[staunch]] in [[battle]], [[steadfast]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεπτόλεμος Medium diacritics: μενεπτόλεμος Low diacritics: μενεπτόλεμος Capitals: ΜΕΝΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: meneptólemos Transliteration B: meneptolemos Transliteration C: meneptolemos Beta Code: menepto/lemos

English (LSJ)

μενεπτόλεμον, staunch in battle, steadfast, Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; Περαιβοί, Κουρῆτες, Il.2.749, B.5.126.

German (Pape)

[Seite 132] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, mutig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.
Étymologie: μένω, πτόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

μενεπτόλεμος: не отступающий в сражении, стойкий в бою (Τυδείδης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μενεπτόλεμος: -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, εὐσταθής, γενναῖος, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, μενεπτόλεμος ἥρως Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ μεναίχμης, μενεδήιος, μενέχαρμος, κτλ.

English (Autenrieth)

(μένω): steadfast in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].

Greek Monotonic

μενεπτόλεμος: -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μενε-πτόλεμος, ον
staunch in battle, steadfast, Il.