μελίκρητον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(5)
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{LSJ2
|lstext='''μελίκρητον''': Ἀττ. -κρᾱτον, τό, (√ΚΡΑ, [[κεράννυμι]]), [[κρᾶμα]] ἐκ μέλιτος καὶ γάλακτος προσφερόμενον ὡς σπονδὴ εἰς τοὺς καταχθονίους θεούς, χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν πρῶτα μελικρήτῳ, [[μετέπειτα]] δὲ ἡδέϊ οἴνῳ Ὀδ. Κ. 519· μελίκρατα γάλακτος, προσδιορίζεται διὰ τῆς λέξ. γάλακτος παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 115, [[ἐπειδὴ]] κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους μελίκρατον ἐσήμαινε [[κρᾶμα]] μέλιτος καὶ ὕδατος, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. Μετά τὰ Φυσ. 13, 6, 1, Σοφ. Ο. Κ. 481. - Εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὴν κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. μελίκρᾱτι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μελίκρᾱς) ἐν Α. Β. 1226, ἴδε Λοβ. Παραλ. 224.
|Full diacritics=μελίκρητον
|Medium diacritics=μελίκρητον
|Low diacritics=μελίκρητον
|Capitals=ΜΕΛΙΚΡΗΤΟΝ
|Transliteration A=melíkrēton
|Transliteration B=melikrēton
|Transliteration C=melikriton
|Beta Code=meli/krhton
|Definition=Ionic for [[μελίκρατον]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μελίκρατον]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[μελίκρατον]].
}}
{{ls
|lstext='''μελίκρητον''': Ἀττ. -κρᾱτον, τό, (√ΚΡΑ, [[κεράννυμι]]), [[κρᾶμα]] ἐκ μέλιτος καὶ γάλακτος προσφερόμενον ὡς σπονδὴ εἰς τοὺς καταχθονίους θεούς, χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν πρῶτα μελικρήτῳ, [[μετέπειτα]] δὲ ἡδέϊ οἴνῳ Ὀδ. Κ. 519· μελίκρατα γάλακτος, προσδιορίζεται διὰ τῆς λέξ. γάλακτος παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 115, [[ἐπειδὴ]] κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους μελίκρατον ἐσήμαινε [[κρᾶμα]] μέλιτος καὶ ὕδατος, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. Μετά τὰ Φυσ. 13, 6, 1, Σοφ. Ο. Κ. 481. - Εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὴν κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. μελίκρᾱτι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μελίκρᾱς) ἐν Α. Β. 1226, ἴδε Λοβ. Παραλ. 224.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 10: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίκρητον:''' Αττ. -κρᾶτον, τό ([[κεράννυμι]]), ποτό από [[μέλι]] και [[γάλα]] που προσφερόταν ως [[σπονδή]] στους χθόνιους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μελίκρητον:''' Αττ. -κρᾶτον, τό ([[κεράννυμι]]), ποτό από [[μέλι]] και [[γάλα]] που προσφερόταν ως [[σπονδή]] στους χθόνιους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελί-κρητον, ''Att.'' -κρᾱτον, ου, τό, [[κεράννυμι]]<br />a [[drink]] of [[honey]] and [[milk]] offered to the powers [[below]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 7 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκρητον Medium diacritics: μελίκρητον Low diacritics: μελίκρητον Capitals: ΜΕΛΙΚΡΗΤΟΝ
Transliteration A: melíkrēton Transliteration B: melikrēton Transliteration C: melikriton Beta Code: meli/krhton

English (LSJ)

Ionic for μελίκρατον.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μελίκρατον.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκρητον: Ἀττ. -κρᾱτον, τό, (√ΚΡΑ, κεράννυμι), κρᾶμα ἐκ μέλιτος καὶ γάλακτος προσφερόμενον ὡς σπονδὴ εἰς τοὺς καταχθονίους θεούς, χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ Ὀδ. Κ. 519· μελίκρατα γάλακτος, προσδιορίζεται διὰ τῆς λέξ. γάλακτος παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 115, ἐπειδὴ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους μελίκρατον ἐσήμαινε κρᾶμα μέλιτος καὶ ὕδατος, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Ἀριστ. Μετά τὰ Φυσ. 13, 6, 1, Σοφ. Ο. Κ. 481. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως τὴν κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. μελίκρᾱτι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μελίκρᾱς) ἐν Α. Β. 1226, ἴδε Λοβ. Παραλ. 224.

English (Autenrieth)

(κεράννῦμι): honeymixture, honey-drink, a potion compounded of milk and honey for libation to the shades of the nether world, Od. 10.519, Od. 11.27.

Greek Monotonic

μελίκρητον: Αττ. -κρᾶτον, τό (κεράννυμι), ποτό από μέλι και γάλα που προσφερόταν ως σπονδή στους χθόνιους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μελί-κρητον, Att. -κρᾱτον, ου, τό, κεράννυμι
a drink of honey and milk offered to the powers below, Od.